Η απόφαση του Αυστραλιανού Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με τη θρησκεία της Σαηεντολογίας στην υπόθεση Εκκλησία της Νέας Πίστης εναντίον του Επιτρόπου για τον Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών (το 1983) αναγνωρίζεται ως μια νομική απόφαση-ορόσημο, που καθορίζει το κριτήριο για τον ορισμό της θρησκείας και των θρησκευτικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων τόσο στην Αυστραλία όσο και στη Νέα Ζηλανδία, καθώς και σε ολόκληρη την Κοινοπολιτεία των Εθνών.*

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:

Η Εκκλησία της Σαηεντολογίας έχει αποφορτιστεί αναμφίβολα από το βάρος της απόδειξης ότι είναι μια θρησκευτική οντότητα. Το συμπέρασμα ότι είναι ένα θρησκευτικό ίδρυμα που δικαιούται φορολογικής απαλλαγής είναι ακαταμάχητο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, όχι μόνο αποφάνθηκε ότι η Σαηεντολογία είναι μια θρησκεία· το έκανε με βάση τον ορισμό της θρησκείας που περιελάμβανε τις διδασκαλίες όλων των θρησκειών που τους παραχωρήθηκε θρησκευτική υπόσταση. Το Αυστραλιανό Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε τον ακόλουθο ορισμό της θρησκείας:

Πίστη σε ένα υπερφυσικό ον, πράγμα ή αρχή· και αποδοχή κανόνων συμπεριφοράς, προκειμένου να δώσουν συνέπεια σ’ αυτή την πίστη.

Τον Οκτώβριο του 1983, το Αυστραλιανό Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η Σαηεντολογία είναι μια θρησκεία και ότι «[Τ]ο πόρισμα ότι [η Εκκλησία] είναι ένα θρησκευτικό ίδρυμα που δικαιούται φορολογικής απαλλαγής είναι ακαταμάχητο».

Αυτή η απόφαση είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Σήμερα η απόφαση του Αυστραλιανού Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με τη Σαηεντολογία αποτελεί τη βάση για τον προσδιορισμό του τι είναι η θρησκεία όσον αφορά τον αυστραλιανό φιλανθρωπικό νόμο. Η Κυβερνητική Έρευνα της Αυστραλίας για τον Ορισμό των Φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων και Σχετικών Οργανισμών, που δημοσιεύτηκε το 2001, δεκαοκτώ χρόνια μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, παραθέτει αυτή τη δικαστική υπόθεση ως εξής:

Η πιο σημαντική αυστραλιανή αρχή σχετικά με την ερώτηση του τι συνιστά μια θρησκεία… . Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Σαηεντολογία είναι θρησκεία. Όσον αφορά το ζήτημα της τρέχουσας προσέγγισης στην έννοια της θρησκείας, η δικαστική υπόθεση της Σαηεντολογίας παρέχει την καλύτερη διευκρίνιση.

Η Αποδοχή της Κοινοπολιτείας για την Απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου

Στην απόφαση αυτή του Αυστραλιανού Ανώτατου Δικαστηρίου έχει δικαίως αποδοθεί μεγάλη βαρύτητα από χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Στη δικαστική υπόθεση που έλαβε χώρα και εξέδωσε την απόφασή του σύντομα μετά την απόφαση του Αυστραλιανού Ανώτατου Δικαστηρίου [η υπόθεση Centrepoint Community Growth Trust (Ενίσχυση της Κοινοτικής Ανάπτυξης «Centrepoint») εναντίον του Επιτρόπου, το 1985], το Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Ζηλανδίας υιοθέτησε το ίδιο κριτήριο για τη θρησκεία. Η Εφοριακή Αρχή της Νέας Ζηλανδίας ακολούθησε επίσης το σκεπτικό του Αυστραλιανού Ανώτατου Δικαστηρίου για να καθορίσει ότι η Εκκλησία της Σαηεντολογίας «ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας οντότητας αποκλειστικά φιλανθρωπικού χαρακτήρα που προωθεί τη θρησκεία» και «ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ότι υφίσταται προς όφελος του κοινού».

Η Εφοριακή Αρχή της Νέας Ζηλανδίας, στην έκθεσή της τον Ιούνιο του 2001 για το Τμήμα Οδηγιών Πολιτικής σχετικά με Φόρους και Φιλανθρωπικές Οργανώσεις: Ένα Έγγραφο Κυβερνητικής Συζήτησης για Φορολογικά Θέματα Σχετικά με Φιλανθρωπικές Οργανώσεις και Μη Κερδοσκοπικά Σωματεία, δήλωσε:

Σε σχέση με την προώθηση της θρησκείας, δεν υπάρχει διάκριση στη νομολογία μεταξύ μίας θρησκείας και κάποιας άλλης ή ενός τομέα και κάποιου άλλου, οπότε η προώθηση ενός θρησκευτικού δόγματος θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλανθρωπική… . Όσον αφορά τον νόμο, τα κριτήρια της θρησκείας είναι η πίστη σε ένα υπερφυσικό ον, πράγμα ή αρχή και η αποδοχή ορισμένων κανόνων συμπεριφοράς, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή αυτή η πίστη.(Έκθεση του 2001, Κεφάλαιο 3.15)

Παρομοίως, τον Φεβρουάριο του 2005, το Αγγλικό Εφετείο των Λόρδων στην υπόθεση του Υπουργού Παιδείας και Απασχόλησης και άλλων (Εναγόμενοι) εναντίον του (χωρίς τη συμμετοχή του) Williamson (Εκκαλών) και άλλων επικαλέστηκε την αυστραλιανή απόφαση της Σαηεντολογίας ως μια «διαφωτιστική» υπόθεση στον ορισμό της θρησκείας:

Δικαστήρια σε ξεχωριστά νομικά συστήματα επιφορτίστηκαν αρκετές φορές με το καθήκον [να προσεγγίσουν έναν ορισμό της θρησκείας], συχνά στο πλαίσιο εξαιρέσεων ή απαλλαγών από φόρους, και σχεδόν πάντα σχολίασαν σχετικά με τη δυσκολία αυτού του έργου. Δύο διαφωτίζουσες υποθέσεις είναι οι αποφάσεις του Δικαστή Dillon στο In re South Place Ethical Society [1980] 1 WLR 1565 και του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αυστραλίας στην υπόθεση Εκκλησία της Νέας Πίστης εναντίον του Επιτρόπου για τον Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών (Βικτόρια) (1983) 154 CLR 120, αμφότερες των οποίων περιέχουν πολύτιμες αξιολογήσεις προηγούμενων αρχών. Η τάση της εξουσίας (κατά τρόπο που δεν προκαλεί έκπληξη σε μια εποχή με όλο και πιο πολυπολιτισμικές κοινωνίες και αύξηση σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα) είναι προς την κατεύθυνση μιας «καινούργιας και πιο επεκτατικής ερμηνείας» της θρησκείας. (Οι Δικαστές Wilson και Deane, στην υπόθεση της Εκκλησίας της Νέας Πίστης στη σελ. 174, σχολιάζουν μια παρόμοια τάση του νομικού συστήματος των Ηνωμένων Πολιτειών.)

Πολλοί εμπειρογνώμονες και μελετητές στο πεδίο της θρησκείας έχουν εγκρίνει τον ορισμό της θρησκείας στην υπόθεση του Αυστραλιανού Ανώτατου Δικαστηρίου της Σαηεντολογίας, επειδή είναι αρκετά ευρύς ώστε να περιλαμβάνει όλες τις θρησκείες σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τη διεθνή νομοθεσία. [Βλέπε Σαηεντολογία Μια Αληθινή Θρησκεία: Εμπειρογνώμονες Συμφωνούν.]

Πρότυπα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών

Ένας τέτοιος ευρύς ορισμός της θρησκείας συμμορφώνεται με τα πρότυπα που εκφράστηκαν από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Στο Γενικό της Σχόλιο Αρ. 22 σχετικά με το Άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο εγγυάται την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεμελίωσε τα ακόλουθα:

Οι όροι «πεποιθήσεις» και «θρησκεία» πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως. Το άρθρο 18 δεν περιορίζεται, ως προς την εφαρμογή του, στις παραδοσιακές θρησκείες ή σε θρησκείες και πεποιθήσεις με θεσμικά χαρακτηριστικά ή πρακτικές ανάλογες μ’ εκείνες των παραδοσιακών θρησκειών. Συνεπώς, η Επιτροπή βλέπει με ανησυχία την οποιαδήποτε τάση για διακρίσεις εναντίον της οποιασδήποτε θρησκείας ή πεποιθήσεων, για οποιονδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι είναι νεοϊδρυθείσες ή του ότι αντιπροσωπεύουν θρησκευτικές μειονότητες που μπορεί να αντιμετωπίζονται εχθρικά από μια κυρίαρχη θρησκευτική κοινότητα.

Η αναγνώριση της Σαηεντολογίας από το Αυστραλιανό Ανώτερο Δικαστήριο είναι ιδιαίτερα σημαντική υπό το πρίσμα της θρησκευτικής καταδίωξης που οι Σαηεντολόγοι υπέστησαν στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Η Έρευνα Άντερσον: Καταστολή της Θρησκευτικής Ελευθερίας στην Αυστραλία

Η απόφαση του Αυστραλιανού Ανώτατου Δικαστηρίου είναι σημαντική όχι μόνο λόγω της ισχύος δεδικασμένου της σε ολόκληρο το πεδίο της θρησκείας και του νόμου, αλλά επίσης επειδή λιγότερο από δύο δεκαετίες πριν τη γνωμάτευσή του, η επίσημη παρενόχληση της θρησκείας της Σαηεντολογίας ήταν ανεξέλεγκτη σε όλες πολιτείες της Αυστραλίας.

Το 1963, μετά την παραλαβή των χαλκευμένων πληροφοριών από άλλες πηγές στο εξωτερικό, η πολιτεία της Βικτόρια ξεκίνησε μια δίχρονη έρευνα στη Σαηεντολογία (γνωστή ως Έρευνα Άντερσον). Παρά τους 151 μάρτυρες και του ότι συλλέχθηκαν πάνω από εννέα χιλιάδες έγγραφα, κανένα αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε δεν απέδειξε κάποια αδικοπραγία. Ακόμα κι έτσι όμως, η κυβέρνηση ήταν δεσμευμένη να μην επιτρέψει τα δεδομένα να εμποδίσουν την ημερήσια της διάταξη. Έτσι, στο τέλος του 1965, ψηφίστηκε ένας πολιτειακός νόμος που έθεσε αυστηρούς περιορισμούς στη θρησκευτική ελευθερία των Σαηεντολόγων στην πολιτεία της Βικτόρια. Ένα τέτοιο νομοσχέδιο, κατόπιν, εισήχθηκε επίσης και θεσπίστηκε στη Νότια και στη Δυτική Αυστραλία.

Από τη στιγμή που αυτοί οι δρακόντειοι νόμοι μπήκαν σε εφαρμογή, η Εκκλησία της Σαηεντολογίας στην Αυστραλία και οι Σαηεντολόγοι σε αυτή τη χώρα ήταν στο στόχαστρο της κυβέρνησης αντιμετωπίζοντας σκληρές, κατασταλτικές κυβερνητικές ενέργειες που αποτελούσαν σοβαρές θρησκευτικές διώξεις. Κατοικίες των Σαηεντολόγων δέχτηκαν επιδρομές, ενώ κατασχέθηκαν θρησκευτικές Γραφές και αντικείμενα ιστορικής αξίας της Σαηεντολογίας.

Τόσο η έρευνα όσο και η επακόλουθη νομοθεσία έφεραν την κυβέρνηση σε τόσο δύσκολη θέση που ο πρώην Γερουσιαστής της Αυστραλίας και αναπληρωτής πρωθυπουργός της Δυτικής Αυστραλίας Χέρμπερτ Γκράχαμ ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1976, επ’ ευκαιρία της Διεθνούς Ημέρας Προσευχής της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας, για να απολογηθεί σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας, ότι η απαγόρευση της Σαηεντολογίας ήταν η «χειρότερη μέρα στην πολιτική ιστορία της Δυτικής Αυστραλίας».

Χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να υποστηρίξει τα μέτρα, η Εκκλησία ήταν σε θέση να αντιστρέψει τα αρνητικά διατάγματα τις επόμενες δύο δεκαετίες: πρώτα οι λειτουργοί της Εκκλησίας απέκτησαν το δικαίωμα να επισημοποιούν γάμους σύμφωνα με την Αυστραλιανή Ομοσπονδιακή Νομοθεσία σχετικά με τον Γάμο το 1973 και μία δεκαετία αργότερα, το 1982, η Βικτοριανή Κυβέρνηση εγκατέλειψε τον αβάσιμο νόμο και κατάργησε το μέτρο του 1965, αποκαθιστώντας έτσι τη θρησκευτική ελευθερία και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των Σαηεντολόγων.

Με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου το 1983, η δικαιωματική θέση της Εκκλησίας στην αυστραλιανή κοινωνία έχει πλήρως νομιμοποιηθεί.

Η Εκκλησία της Σαηεντολογίας στην Αυστραλία Σήμερα: Μια Αναπτυσσόμενη Θρησκεία

Σήμερα η θρησκεία της Σαηεντολογίας ευημερεί στην Αυστραλία, με χιλιάδες Σαηεντολόγους και με Εκκλησίες, Μίσιον και ομάδες της Σαηεντολογίας σε κάθε πολιτεία σε ολόκληρη τη χώρα.


* Η Κοινοπολιτεία των Εθνών –η πρώην Βρετανική Κοινοπολιτεία– είναι μια εθελοντική ένωση 53 ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών, τα περισσότερα από τα οποία ήταν κάποτε μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ