Στις 11 Δεκεμβρίου 2013, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσε μια ομόφωνη απόφαση-ορόσημο, δηλώνοντας ότι το Παρεκκλήσι της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας του Λονδίνου πρέπει να αναγνωριστεί ως ένας τόπος θρησκευτικής λατρείας σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Αυτή η απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο στο Ηνωμένο Βασίλειο που αναγνώρισε την αναμφίβολη γνησιότητα της Σαηεντολογίας ως θρησκεία, σημαίνει ότι οι Άγγλοι Σαηεντολόγοι είναι τώρα σε θέση να επισημοποιούν νόμιμα τον γάμο τους ενώπιον της οικογένειας και των φίλων τους με μια θρησκευτική τελετή γάμου της Σαηεντολογίας στο παρεκκλήσι της Εκκλησίας του Λονδίνου.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου περιλαμβάνει τις αρχές της ισότητας και της κατάργησης των διακρίσεων σε θέματα της θρησκείας. Η απόφαση διασφαλίζει ότι η Εκκλησία της Σαηεντολογίας και οι Σαηεντολόγοι δεν αντιμετωπίζονται διαφορετικά από άλλες θρησκείες και τους ενορίτες τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι τους παρέχονται τα ίδια δικαιώματα.

Κρίνοντας ότι η Σαηεντολογία είναι θρησκεία και ότι το παρεκκλήσι της (το οποίο βρίσκεται σε κάθε Εκκλησία ανά τον κόσμο) είναι ένα μέρος θρησκευτικής λατρείας, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο ορισμός της θρησκείας και της λατρείας πρέπει να είναι σύγχρονος και αρκετά ευρύς ώστε να περιλαμβάνει τις θρησκείες που ασκούνται από την πλειοψηφία του πληθυσμού του κόσμου.

Το ιστορικό έχει ως εξής: η γνωμοδότηση του Ανώτατου Δικαστηρίου ανέτρεψε μια απόφαση του Εφετείου από το 1970 που αρνείται την αίτηση να πιστοποιήσει το παρεκκλήσι της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας στο Σαιντ Χιλ, Σάσεξ, ως ένας χώρος θρησκευτικής λατρείας. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η πρακτική της Σαηεντολογίας, δεν ήταν «σύμφωνη με τον Νόμο περί Εγγραφής των Τόπων Λατρείας του 1855», καθώς οι Σαηεντολόγοι δεν λατρεύουν έναν «προσωπικό Θεό δημιουργό». Το Εφετείο παραδέχθηκε ότι άλλες παγκόσμια αναγνωρισμένες θρησκείες, όπως ο Βουδισμός Θεραβάδα, επίσης δεν λατρεύουν έναν προσωπικό Θεό δημιουργό, αλλά και ότι ο Βουδισμός ήταν μια εξαίρεση στον κανόνα. Η γνωμοδότηση δεν παρείχε καμία εξήγηση για αυτή την εξαίρεση.

Ο Γενικός Εγγραφέας εξακολουθούσε να αρνείται την αναγνώριση των Εκκλησιών της Σαηεντολογίας, με βάση την εν λόγω απόφαση του 1970 που βασιζόταν σε άλλα ιερατεία του Ηνωμένου Βασιλείου για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ώστε να δικαιολογήσει τις διακρίσεις εναντίον των Σαηεντολόγων. Ήταν καιρός να ανατραπεί αυτή η λανθασμένη και ξεπερασμένη απόφαση και να δώσει τη θέση της στην εικόνα της Σαηεντολογίας σήμερα, που αντιπροσωπεύεται από το πλήρες φάσμα των θρησκευτικών υπηρεσιών και των προγραμμάτων βελτίωσης κοινοτήτων στους Ιδανικούς Οργανισμούς της Σαηεντολογίας.

Το 2011, η Louisa Hodkin, μια Σαηεντολόγος που ήθελε να παντρευτεί μέσα στην Εκκλησία της ενώπιον της οικογένειάς της και των φίλων της, υπέβαλε μια νέα αίτηση για την καταχώρηση του παρεκκλησίου στην Εκκλησία της Σαηεντολογίας του Λονδίνου ως χώρο θρησκευτική λατρείας. Για άλλη μια φορά, όμως, το Γραφείο του Γενικού Εγγραφέα αρνήθηκε την αίτηση με βάση την απόφαση του 1970 και τον νόμο του 1985.

«… δηλώνω ότι το παρεκκλήσι στην Οδό Queen Victoria 146 είναι ένας τόπος συνάντησης για θρησκευτική λατρεία».

Η κα Hodkin, κατόπιν, έφερε την υπόθεσή της στα δικαστήρια. Στο επίπεδο του πρωτοδικείου, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Σαηεντολογία ήταν πράγματι θρησκεία· παρ’ όλα αυτά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να πιστοποιήσει το παρεκκλήσι του Λονδίνου ως χώρο λατρείας, επειδή δεσμευόταν από την απόφαση του Εφετείου του 1970. Αναγνώρισε τη σπουδαιότητα της υπόθεσης και συνέστησε η αίτηση αναίρεσης να ακουστεί άμεσα από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε πρόθυμα την υπόθεση. Στην απόφασή του το Δικαστήριο ανέτρεψε ολοσχερώς την αρνητική απόφαση του 1970 και ερμήνευσε τον Νόμο του 1855 έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει έναν σωστό και σύγχρονο ορισμό της θρησκείας που περιλαμβάνει τη Σαηεντολογία, και όχι μία που περιορίζεται στα στενά ιουδαιοχριστιανικά πρότυπα που επικρατούσαν στην Αγγλία, όταν ψηφίστηκε το Νομοσχέδιο του 1855.

Ο Λόρδος Toulson, γράφοντας για το Δικαστήριο, περιέγραψε την ιστορική απαγόρευση εις βάρος της Σαηεντολογίας ως «παράλογη, μεροληπτική και άδικη». Οι άλλοι τέσσερις δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου, Λόρδο Neuberger, συμφώνησαν σύσσωμα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση να αναγνωρίσει τη Σαηεντολογία ήταν μεροληπτική, καθώς άλλες θρησκείες οι οποίες δεν λάτρευαν έναν προσωπικό Θεό δημιουργό είχαν γίνει αποδεκτές ως θρησκείες:

Εκτός κι αν υπάρχει κάποιος επιτακτικός καθοριστικός λόγος βάσει του οποίου ισχύει διαφορετικά, μια θρησκεία δεν πρέπει να περιορίζεται σε θρησκείες που αναγνωρίζουν μια υπέρτατη θεότητα. Κατ’ αρχάς, κάτι τέτοιο θα ήταν μια μορφή θρησκευτικής διάκρισης, που είναι απαράδεκτη στη σημερινή κοινωνία. Θα απέκλειε τον Βουδισμό, καθώς και άλλες θρησκείες, όπως τον Τζαϊνισμό, τον Ταοϊσμό, τον Θεοσοφισμό και μέρος του Ινδουισμού. Τα αποδεικτικά στοιχεία στην παρούσα υπόθεση αποδεικνύουν ότι, μεταξύ άλλων, οι Τζαϊνιστές, οι Θεοσοφιστές και οι Βουδιστές έχουν καταχωρήσει τόπους λατρείας στην Αγγλία. Ο Λόρδος Denning στην υπόθεση Segerdal [1970] 2 QB 697, 707 αναγνώρισε ότι οι βουδιστικοί ναοί «περιγράφονταν δεόντως ως τόποι συνάντησης για θρησκευτική λατρεία», αλλά τους ανέφερε ως «εξαιρετικές περιπτώσεις» χωρίς να προσφέρει περαιτέρω εξηγήσεις. Η ανάγκη να γίνει εξαίρεση για τον Βουδισμό (κάτι που εφαρμόστηκε επίσης για να τον Τζαϊνισμό και τον Θεοσοφισμό), καθώς και η απουσία μιας ικανοποιητικής εξήγησης γι’ αυτές τις εξαιρέσεις, αποτελούν ισχυρές αποδείξεις ότι υπάρχει κάτι σαθρό στον υποτιθέμενο γενικό κανόνα.

Επιπλέον, το να περιορίζει κανείς την έννοια της θρησκείας που περιλαμβάνει την πίστη σε μια «υπέρτατη θεότητα», οδηγεί σε δύσκολη θεολογική δικαιοδοσία. Βάσει των αποδεικτικών στοιχείων της κυρίας Wilks, οι Σαηεντολόγοι όντως πιστεύουν σε μια υπέρτατη θεότητα αυτού του είδους, αλλά έχει μια αφηρημένη και απρόσωπη φύση. Ιδέες σχετικά με τη φύση του Θεού είναι το υλικό μιας θεολογικής συζήτησης.

Κατά την κρίση του, το Δικαστήριο εξέτασε και αναθεώρησε τον ορισμό της θρησκείας που χρησιμοποιήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τον Νόμο περί Εγγραφής των Τόπων Λατρείας του 1855. Το Δικαστήριο αποφάσισε να ορίσει τη θρησκεία ως εξής:

Ένα πνευματικό ή μη κοσμικό (θρησκευτικό) σύστημα πεποιθήσεων, που υποστηρίζεται από μια ομάδα οπαδών, και ισχυρίζεται ότι εξηγεί τη θέση της ανθρωπότητας μέσα στο σύμπαν και τη σχέση της με το άπειρο, και που διδάσκει τους οπαδούς του πώς να ζουν τη ζωή τους σύμφωνα με την πνευματική κατανόηση που σχετίζεται με αυτό το σύστημα πεποιθήσεων.

Με βάση αυτόν τον ορισμό, ο Λόρδος Toulson, εκ μέρους του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, καθόρισε ότι:

Σχετικά με την προσέγγιση που έχω ακολουθήσει για την έννοια της θρησκείας, τα αποδεικτικά στοιχεία είναι υπεραρκετά για να αποδείξουν ότι η Σαηεντολογία εμπίπτει στην έννοια αυτή.

Το Δικαστήριο στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσον η Σαηεντολογία ασκεί «θρησκευτική λατρεία», όπως απαιτείται από τον Νόμο του 1855. Ο Λόρδος Toulson επισήμανε το εξής:

Κατά την άποψη μου, η έννοια που δόθηκε στη λατρεία [στην απόφαση του 1970] ήταν υπερβολικά περιορισμένη, αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν υπερβολικά περιορισμένη το 1970, είναι υπερβολικά περιορισμένη σήμερα.

Το Δικαστήριο ερμήνευσε τον σύγχρονο ορισμό της θρησκευτικής λατρείας, ως αρκετά ευρύ ώστε να περιλαμβάνει «οποιεσδήποτε θρησκευτικές υπηρεσίες είτε η μορφή της υπηρεσίας εμπίπτει στον πιο περιορισμένο ορισμό που υιοθετήθηκε στην υπόθεση του 1970 είτε όχι. Υποστήριξε περαιτέρω τη θέση του, σημειώνοντας ότι:

Αυτή η ευρύτερη ερμηνεία είναι σύμφωνη με τους ορισμούς καθιερωμένων λεξικών...

Η ευρύτερη ερμηνεία συμφωνεί με τον σκοπό του νόμου στο ότι επιτρέπει στα μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας, που έχουν ένα μέρος συνάντησης όπου εκτελούν τις θρησκευτικές τελετουργίες τους, να διεξάγουν εκεί θρησκευτικές τελετές γάμου. Η άδεια να το κάνουν αυτό δεν θα πρέπει να εξαρτάται από θεολογικές ή λειτουργικές λεπτολογίες σχετικά με το πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται και εκφράζουν τη σχέση τους με το άπειρο (το οποίο αναφέρεται από τους Σαηεντολόγους ως «Θεός» στο πιστεύω και την προσευχή τους). Αυτά τα θέματα, που έχουν εξεταστεί πολύ λεπτομερώς στα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της υπόθεσης, αρμόζουν περισσότερο σε θεολόγους παρά σε Γενικούς Εγγραφείς ή σε δικαστήρια.

Με βάση αυτά τα ευρήματα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε ότι το παρεκκλήσι της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας του Λονδίνου «είναι ένας τόπος συνάντησης για θρησκευτική λατρεία, καθώς εμπίπτει στο τμήμα 2 του Νόμου περί Εγγραφής των Τόπων Λατρείας». Το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε εντολή να καταχωρηθεί το παρεκκλήσι της Σαηεντολογίας ως χώρος λατρείας και ως χώρος για την επισημοποίηση γάμων. Έτσι η Σαηεντολογία απέκτησε πλήρη θρησκευτική αναγνώριση στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αφού άκουσε την απόφαση που ανακοινώθηκε από την έδρα του Ανώτατου Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 2013, η Louisa Hodkin δήλωσε:

Ο μνηστήρας μου κι εγώ πάντα πιστεύαμε στην αμεροληψία της βρετανικής νομικής διαδικασίας. Ήταν ένα μεγάλο και απαιτητικό ταξίδι, αλλά η σημερινή απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου τα έκανε όλα ν’ αξίζουν τον κόπο. Είμαστε πραγματικά ενθουσιασμένοι που μπορούμε τώρα να παντρευτούμε κι ευχαριστούμε την οικογένεια και τους φίλους μας για όλη την υπομονή και την υποστήριξή τους.

Μετά την εν λόγω ιστορική απόφαση που έληξε κάθε νομική βάση για θρησκευτικές διακρίσεις εναντίον των Σαηεντολόγων στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Louisa Hodkin παντρεύτηκε ενώπιον συγγενών, φίλων και ενοριτών στο παρεκκλήσι του Λονδίνου.

ΠΟΡΙΣΜΑ

Η ιστορική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου τον Δεκέμβριο του 2013, σε συνδυασμό με την απόφαση-ορόσημο του 1983 από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας που αναγνώρισε τη Σαηεντολογία ως θρησκεία (Βλέπε αυστραλιανή απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1983: Εκκλησία της Σαηεντολογίας: Αναγνώριση-Ορόσημο της Θρησκείας της Σαηεντολογίας), αντιπροσωπεύουν τις δύο κυριότερες υποθέσεις στο θέμα και τον ορισμό της θρησκείας από τα ανώτατα δικαστήρια στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία. Ως εκ τούτου, αποτελούν ένα σαφές και συντριπτικό νομικό προηγούμενο στις χώρες της Κοινοπολιτείας και στον αγγλόφωνο κόσμο.


Η Κοινοπολιτεία των Εθνών –η πρώην Βρετανική Κοινοπολιτεία– είναι μια εθελοντική ένωση 53 ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών, τα περισσότερα από τα οποία ήταν κάποτε μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ