IV.
Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ

Τα τελευταία τριάντα χρόνια η αποστασία έγινε και πάλι θέμα που απασχολεί τον κόσμο δημόσια και ιδιωτικά, παρόλο που, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η αντιμετώπιση των σημερινών αποστατών λίγη ομοιότητα έχει με το πώς θεωρούσαν τους αποστάτες στο παρελθόν. Από τη δεκαετία του 1960 μια ποικιλία από καινούργια θρησκευτικά κινήματα έχουν εμφανιστεί σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες. Πολλά απ’ αυτά τα μειονοτικά θρησκευτικά κινήματα έχουν «ολοκληρωτικές» απαιτήσεις από τα μέλη τους, υποστηρίζοντας την απόλυτη δέσμευση στις θρησκευτικές τους διδασκαλίες και την πλήρη αφοσίωση στη θρησκευτική τους κοινότητα. Άλλες καινούργιες θρησκείες δεν απαιτούν την πλήρη προσήλωση όλων των μελών τους στην κοινοτική τους ζωή και αποστολή, ωστόσο, απαιτούν αυστηρή τήρηση των δογματικών, ηθικών και τελετουργικών προτύπων. Σίγουρα όλες οι καινούργιες θρησκείες έχουν πιστεύω και πρακτικές που έρχονται σε αντίθεση με τις κυρίαρχες θρησκείες. Δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένων αυτών των αυστηρών απαιτήσεων, το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς που εμπλέκονται σύντομα αποφασίζουν ότι ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό κίνημα δεν είναι γι’ αυτούς και φεύγουν. Η αποχώρησή τους συνήθως περνά απαρατήρητη, γιατί τα περισσότερα από τα άτομα που εμπλέκονται θεωρούν την προηγούμενή τους εμπειρία με θετικό τρόπο ως ένα ακόμη βήμα στο δικό τους πνευματικό ταξίδι.

Σε αντίθεση όμως με τα παραπάνω, ανάμεσα σε αυτούς που αποχωρούν εθελοντικά είναι μερικοί αποστάτες που έχουν αποκτήσει πολύ κακή φήμη με το να επιτίθενται δημόσια μέσω του τύπου και των δικαστηρίων στις πρώην θρησκευτικές τους οργανώσεις και δραστηριότητες. Τέτοιου είδους αποστάτες, ως καλοδεχούμενες πηγές πληροφοριών για το κοινό που έχει και περιέργεια και φόβο γι’ αυτές τις άγνωστες καινούργιες θρησκείες, συχνά αντιμετωπίζονται ως περιπτώσεις που προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον παρά ως απόβλητοι της κοινωνίας. Αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, ούτε το πρώην μέλος που δείχνει ήσυχα την εκτίμησή του ούτε ο αποστάτης από ένα καινούργιο θρησκευτικό κίνημα που φωνάζει αναστατωμένος μπορεί να εκληφθεί ως αντικειμενικός και αξιόπιστος διερμηνέας του θρησκευτικού κινήματος στο οποίο ανήκε προηγουμένως.

IV.I. Ειδη Αποχωρησεων

Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη εσφαλμένη αντίληψη στο ευρύ κοινό ότι μερικές αποχωρήσεις από καινούργια θρησκευτικά κινήματα είναι εκούσιες και θετικές εμπειρίες. Η εικόνα των καινούργιων θρησκειών ως πειθαρχημένων ομάδων που ελέγχουν τις σκέψεις και τις ενέργειες των μελών τους μέσω μιας ποικιλίας τεχνικών «ελέγχου του νου» είναι βαθιά ριζωμένη στη φαντασία του κοινού, χάρη στην προσκόλληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε ιστορίες τρόμου πρώην μελών και στην προπαγάνδα των ομάδων που αντιτίθενται στις «αιρέσεις». Ακόμη και πολλές από τις πρώτες ακαδημαϊκές περιγραφές των καινούργιων θρησκευτικών κινημάτων διαιωνίζουν αυτή τη λαθεμένη αντίληψη, βασίζοντας τις μελέτες τους σχεδόν εξ ολοκλήρου σε αποστάτες που είχαν εγκαταλείψει διά της βίας τις προηγούμενες θρησκευτικές οργανώσεις τους είτε από καταναγκαστικό αποπρογραμματισμό ή ακούσια εισαγωγή τους σε νοσοκομείο. Ορισμένες, όμως, πρόσφατες ακαδημαϊκές μελέτες (π.χ. η μελέτη του Τζέιμς Α. Μπέκφορντ, Αντιπαραθέσεις για τις Αιρέσεις: Η Κοινωνική Απόκριση στα Καινούργια Θρησκευτικά Κινήματα, Λονδίνο: Εκδόσεις Τάβιστοκ, 1985 και η μελέτη του Στιούαρτ A. Ράιτ, Εγκατάλειψη Αιρέσεων: Η Δυναμική της Αποστασίας, Ουάσινγκτον: Ένωση για την Επιστημονική Μελέτη της Θρησκείας, 1987) έχουν καταδείξει ότι υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικά είδη αποστασίας τα οποία, με τη σειρά τους, μπορούν να συσχετιστούν με δύο πολύ διαφορετικές αξιολογήσεις της αποστασίας από τα καινούργια θρησκευτικά κινήματα.

Μόνο μια μικρή μειονότητα των αποσκιρτήσεων από τα καινούργια θρησκευτικά κινήματα είναι αποτέλεσμα αναγκαστικής αποστασίας. Οι βίαιες προσπάθειες για να «σωθεί» ένα δεδομένο άτομο από ένα καινούργιο θρησκευτικό κίνημα πάντοτε ξεκινά από άσχετους με το κίνημα. Συγγενείς που αντιτίθενται στην εμπλοκή ενός ατόμου σε μια καινούργια θρησκεία έρχονται αντιμέτωποι με ένα διπλό πρόβλημα: για ποιο λόγο αυτό το άτομο ακολούθησε αυτή τη θρησκεία και με ποιον τρόπο αυτό το άτομο μπορεί να την εγκαταλείψει.

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι η «πλύση εγκεφάλου» που, με τη σειρά της, δικαιολογεί τη λύση του «αποπρογραμματισμού» για το δεύτερο πρόβλημα. Το σενάριο της πλύσης εγκεφάλου «εξηγεί» πώς ένας που έχει προσηλυτιστεί σε μια νέα θρησκεία έρχεται και ενστερνίζεται και υπερασπίζεται αυτά που για τον άσχετο προς την καινούργια θρησκεία φαίνονται ότι είναι τόσο παράλογες πεποιθήσεις και πρακτικές. Το εν λόγω άτομο θεωρείται θύμα των διαφόρων ψυχολογικών και κοινωνιολογικών τεχνικών για τον έλεγχο του νου. Δεδομένων των ανωτέρω, το μόνο μέσο για τη διάσωση αυτού του ατόμου είναι μια δραματική μορφή παρέμβασης που θα απελευθερώσει το άτομο από τέτοια δεσμά. Η προσφυγή στη βίαιη απαγωγή και στον αποπρογραμματισμό ή στην έννομη κηδεμονία και στην εισαγωγή σε νοσοκομείο δικαιολογούνται ως τα αναγκαία μέσα για να σωθούν οι ακολουθούντες τις καινούργιες θρησκείες οι οποίοι έχουν παραπλανηθεί και χειραγωγηθεί. Με τη μία ή την άλλη μορφή, οι ισχυρισμοί για την πλύση εγκεφάλου και οι δικαιολογίες για τον αποπρογραμματισμό είναι οι βάσεις όλων αυτών των «επιχειρήσεων διάσωσης».

Σε αντίθεση με την κοινή γνώμη, η συντριπτική πλειονότητα των αποσκιρτήσεων από καινούργια θρησκευτικά κινήματα είναι θέμα εκούσιας αποστασίας. Επιπλέον, η σαφής πλειονότητα αυτών που φεύγουν με τη δική τους ελεύθερη βούληση θα μιλήσουν με θετικά λόγια για ορισμένες πτυχές της παρελθούσας εμπειρίας τους.

Τέτοιοι αναγκαστικοί αποστάτες έχουν βοηθήσει την ενθάρρυνση της αντιπαράθεσης που περιβάλλει τα καινούργια θρησκευτικά κινήματα, λόγω της μεγάλης ακροαματικότητας που τους παρέχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι δικαστικοί αγώνες εναντίον των πρώην θρησκευτικών τους συντρόφων. Η διαθεσιμότητά τους ως «επιζώντες από τις αιρέσεις» τους κάνει καυτό θέμα προς συζήτηση για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πράγμα το οποίο είναι συχνά η μόνη διαθέσιμη στο ευρύ κοινό πληροφόρηση σχετικά με τα καινούργια θρησκευτικά κινήματα. Σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας η λογική σύνδεση ανάμεσα στην πλύση εγκεφάλου και αποπρογραμματισμό λειτουργεί αντίστροφα. Το ίδιο το γεγονός ότι η διαδικασία του αποπρογραμματισμού «φέρνει αποτέλεσμα» θεωρείται απόδειξη από τους ενδιαφερόμενους άσχετους προς την καινούργια θρησκεία, καθώς και από κάποια πρώην μέλη ότι το σενάριο της πλύσης εγκεφάλου είναι αληθινό. Η ξαφνική και ριζική αλλαγή στην πίστη τους και στη συμπεριφορά τους που προκαλείται από τον αποπρογραμματισμό θεωρείται σαφής απόδειξη ότι το άτομο που επανήλθε ήταν, στην πραγματικότητα, το θύμα μιας μοχθηρής θρησκείας, αν όχι ο φυλακισμένος της. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι συγγενείς «πήραν πίσω τους αγαπημένους τους» τους παρακινεί να βοηθήσουν άλλους «να πάρουν τα παιδιά τους πίσω», με το να κάνουν γνωστή δημοσίως την ιστορία τους και με το να ενισχύουν τους οργανισμούς που είναι «κατά των αιρέσεων» οι οποίοι τους υποστήριξαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένα μικρό ποσοστό αποστατών και οι «διασώστες» τους έχουν διαμορφώσει (ή, πιο σωστά, παραμορφώσει) την αντίληψη του κοινού για όλους τους αποστάτες των καινούργιων θρησκευτικών κινημάτων.

Σε αντίθεση με την κοινή γνώμη, η συντριπτική πλειονότητα των αποσκιρτήσεων από καινούργια θρησκευτικά κινήματα είναι θέμα εκούσιας αποστασίας. Επιπλέον, η σαφής πλειονότητα αυτών που φεύγουν με τη δική τους ελεύθερη βούληση θα μιλήσουν με θετικά λόγια για ορισμένες πτυχές της παρελθούσας εμπειρίας τους. Πολλοί εκούσιοι αποστάτες, ενώ αναγνωρίζουν αμέσως τους τρόπους με τους οποίους ένα δεδομένο θρησκευτικό κίνημα δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις προσωπικές τους προσδοκίες και τις πνευματικές τους ανάγκες, έχουν βρει τρόπους να διασώσουν κάποιες λυτρωτικές αξίες από τις προηγούμενες θρησκευτικές οργανώσεις και δραστηριότητες.

Υπάρχουν όμως κάποιοι εκούσιοι αποστάτες καινούργιων θρησκευτικών κινημάτων που φεύγουν από τις πρώην θρησκευτικές τους οργανώσεις και δραστηριότητες νιώθοντας βαθιά πικρία γι’ αυτές και ασκώντας τους σκληρή κριτική. Η δυναμική του χωρισμού από μια θρησκευτική ομάδα την οποία κάποτε αγαπούσαν είναι ανάλογη με έναν πικρό συζυγικό χωρισμό και διαζύγιο. Και ο γάμος και η θρησκεία απαιτούν ένα σημαντικό βαθμό δέσμευσης. Όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή, τόσο πιο τραυματικός είναι ο χωρισμός. Όσο πιο μακρόχρονη είναι η δέσμευση, τόσο πιο επείγουσα είναι η ανάγκη να κατηγορήσει κανείς τον άλλον για την αποτυχία της σχέσης. Τα πολύ παλιά και βαθιά αναμεμειγμένα μέλη των καινούργιων θρησκευτικών κινημάτων που με τον καιρό απογοητεύτηκαν με τη θρησκεία τους συχνά ρίχνουν όλο το φταίξιμο στις πρώην θρησκευτικές τους οργανώσεις και δραστηριότητες. Θα μεγεθύνουν μικρά ελαττώματα και θα τα μετατρέψουν σε τεράστια δεινά. Μετατρέπουν προσωπικές απογοητεύσεις σε μοχθηρές προδοσίες. Θα πουν ακόμη και απίστευτα ψεύδη για να βλάψουν την πρώην θρησκεία τους. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτοί οι αποστάτες καταφεύγουν πολλές φορές, μετά το γεγονός, στα ίδια σενάρια της πλύσης εγκεφάλου, τα οποία συνήθως επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τη βίαιη απεμπλοκή από καινούργια θρησκευτικά κινήματα.

IV.ΙΙ Τακτικες Επανενταξης

Η απεμπλοκή από πρώην θρησκευτικές οργανώσεις και δραστηριότητες είναι μόνο η μισή διαδικασία της αποκήρυξης της πίστης σε κάποιο καινούργιο θρησκευτικό κίνημα. Ο αποστάτης, είτε εκούσιος είτε εξαναγκασμένος, αντιμετωπίζει τα πιο αξεπέραστα καθήκοντα που έχουν σχέση με την επιστροφή στην κυρίαρχη κουλτούρα και την ανασύνθεση νέας ταυτότητας και τρόπου σκέψης. Η επανείσοδος κάποιου ατόμου σπάνια σημαίνει απλώς την επιστροφή του στον προηγούμενο τρόπο ζωής και τρόπο σκέψης που είχε πριν γίνει μέλος ενός καινούργιου θρησκευτικού κινήματος. Ο «άσωτος υιός» επιστρέφει ως ένα διαφορετικό άτομο, φέρνοντας μια ολόκληρη σειρά εμπειριών που πρέπει με κάποιον τρόπο να εξηγηθούν και να ενσωματωθούν σε μια νέα ψυχολογική και κοινωνική κατάσταση. Αυτή η μετάβαση επηρεάζεται πολλές φορές από οικογενειακά συστήματα, κοινωνικά δίκτυα, θρησκευτικές ομάδες, εκπαιδευτικά ιδρύματα και οργανισμούς που μάχονται τις «αιρέσεις». Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η επιρροή αυτών των ομάδων διαμορφώνει βαθιά την ερμηνεία που δίνει ο αποστάτης των προηγούμενων θρησκευτικών του δραστηριοτήτων και οργανώσεων.

Οι αποστάτες, ανεξάρτητα από τον τρόπο της αποχώρησής τους, πρέπει να λάβουν υπόψη τόσο την προηγούμενη μεταστροφή τους σε ένα μη παραδοσιακό θρησκευτικό κίνημα όσο και τον μετέπειτα διαχωρισμό τους απ’ αυτό. Συχνά λαμβάνουν τη αυτο-δικαιολόγηση που αναζητούν από οργανισμούς που αντιμάχονται τις «αιρέσεις» ή από φονταμενταλιστικές θρησκευτικές ομάδες. Και οι δύο περιπτώσεις τους παρέχουν εξηγήσεις ότι πρόκειται για πλύση εγκεφάλου για να δώσουν λογική εξήγηση και στην ξαφνική εισδοχή τους σε ένα καινούργιο θρησκευτικό κίνημα και στην εξίσου ξαφνική εγκατάλειψή του. Οι πληροφορίες που παρέχονται από αυτές τις ομάδες είναι συνήθως πολύ αρνητικές και έντονα μεροληπτικές εναντίον του οργανισμού που άφησαν πίσω τους. Πιο συγκεκριμένα, οι ομάδες αυτές τους παρέχουν μια κοινή γλώσσα για να λένε τις ιστορίες τους για τον πειρασμό και την απελευθέρωση. Πολυάριθμοι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει ότι αυτές οι βιογραφίες της «επιβίωσης από την αίρεση» είναι πολύ στιλιζαρισμένες αφηγήσεις που προδίδουν την επιρροή των δανεικών σεναρίων της αιχμαλωσίας και απελευθέρωσης: κάθε αφήγηση είναι μια προετοιμασμένη ιστορία κοινωνικής απομόνωσης, συναισθηματικής χειραγώγησης, στέρησης υλικών πραγμάτων, οικονομικής εκμετάλλευσης και υπνωτικού ελέγχου. Αυτές οι «ιστορίες ωμότητας» χρησιμεύουν τόσο για να υπάρξει δικαιολογία για τον μεμονωμένο αποστάτη όσο και για να κατηγορηθεί η καινούργια θρησκεία για παράλογη πίστη και ανήθικη συμπεριφορά. Επίσης, τροφοδοτούν και μορφοποιούν τη δημόσια αντίληψη για τις καινούργιες θρησκείες ότι αποτελούν επικίνδυνη απειλή για τη θρησκευτική ελευθερία και τη δημόσια τάξη. Δεδομένης αυτής της αρνητικής δημοσιότητας, ακόμη και αυτοί οι αποστάτες που δεν εμπίπτουν στην άμεση επιρροή των οργανισμών που αντιτίθενται στις αιρέσεις ή των φονταμενταλιστικών θρησκευτικών ομάδων πολλές φορές επηρεάζονται από τις αρνητικές περιγραφές για τη θρησκεία την οποία έχουν εγκαταλείψει.

V. Συμπεράσματα
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ