ΧΧΙΙ. Οι Θεολογικές Απόψεις και η Θρησκευτική Πίστη

Αν η ανοχή για διαφορετικές θρησκείες έχει μεγαλώσει, ένας παράγοντας, που έχει ίσως συμπτωματικά δυσκολέψει τη συγκράτηση της ανοχής για τις άλλες, είναι η αυξανόμενη διαφορά ανάμεσα στις πεποιθήσεις των θεολόγων και στις πεποιθήσεις κάποιων από τους πιο αφοσιωμένους λαϊκούς που έχουν, κατ’ όνομα, τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ένα τμήμα των λαϊκών συνέχισε να διαβεβαιώνει ότι οι γραφές ασκούν επιρροή πάνω του με τρόπο κυριολεκτικό, ενώ άλλοι, λιγότερο σίγουροι για την επιρροή που ασκούν οι γραφές με λόγια, πιστεύουν παρ’ όλα αυτά στη γνησιότητα αυτών που αυτοί καταλαβαίνουν ότι οι γραφές θέλουν να μεταδώσουν. Με τον ίδιο τρόπο, οι κληρικοί, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές είναι λιγότερο απομακρυσμένοι από τους συνηθισμένους λαϊκούς πιστούς απ’ όσο απομακρυσμένοι είναι οι πανεπιστημιακοί και οι κατ’ επάγγελμα θεολόγοι, σήμερα συχνά απορρίπτουν βασικές αρχές της πίστης. Κατά τις τελευταίες λίγες δεκαετίες έχουν υπάρξει αγγλικανοί (δηλαδή Επισκοπιανοί) επίσκοποι που έχουν ανοιχτά αντιρρήσεις για τέτοια βασικά στοιχεία της χριστιανικής πίστης, όπως η παρθενογένεση, η ανάσταση του Ιησού και η δευτέρα παρουσία. Μερικοί λαϊκοί, μέσα στο ίδιο δόγμα, έχουν αναστατωθεί βαθιά και έχουν σκανδαλιστεί. Οι θεολόγοι έχουν προχωρήσει περισσότερο, μερικοί απ’ αυτούς αμφισβητούν την ύπαρξη ενός υπέρτατου όντος του είδους που παραδοσιακά αναγνωρίζεται από τη χριστιανική Εκκλησία. Αυτή η γενική τάση έχει εξεταστεί από μερικούς από τους πιο γνωστούς και διακεκριμένους σύγχρονους θεολόγους και μπορεί να βρεθεί στα κείμενα του Ντίτριχ Μπονχέφερ και του Πάουλ Τίλιχ, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί πάρα πολύ εύκολα με τη μορφή, που είναι εξαιρετικά δημοφιλής και ασκεί επιρροή, που της έδωσε ο Τζ. Α. Τ. Ρόμπινσον, Επίσκοπος του Γούλγουιτς. Το 1963 ο Επίσκοπος συνόψισε αυτή την τάση στη χριστιανική σκέψη στο βιβλίο του, που έγινε μπεστ σέλερ, Μα τον Θεό. Έθεσε τα επιχειρήματα για την εγκατάλειψη της ιδέας του Θεού ως ένα προσωπικό ον που υπάρχει «εκεί έξω» και αμφισβήτησε την όλη ιδέα του «χριστιανικού θεϊσμού». Παρέθεσε το εξής απόσπασμα από κείμενο του Μπονχέφερ:

«Ο άνθρωπος έχει μάθει να τα βγάζει πέρα με όλα τα σημαντικά θέματα χωρίς να προσφεύγει στον Θεό ως μια λειτουργική υπόθεση. Σε ζητήματα που αφορούν την επιστήμη, την τέχνη, ακόμη και την ηθική, αυτό έχει γίνει κοινός τόπος και τώρα πια σπανίως τολμά κανείς να εναντιωθεί σ’ αυτό. Αλλά τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια αυτό ισχύει ολοένα και περισσότερο και για θρησκευτικά ερωτήματα: αρχίζει να γίνεται φανερό ότι όλα συνεχίζονται κανονικά όπως και πριν, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ενός “Θεού”» (σελ. 36).

Από τον Τίλιχ ο Επίσκοπος παρέθεσε τα ακόλουθα:

«Το όνομα αυτού του άπειρου και ανεξάντλητου βάθους και αυτής της άπειρης και ανεξάντλητης βασικής αιτίας όλης της ύπαρξης είναι ο Θεός. Αυτό που σημαίνει η λέξη Θεός είναι αυτό το βάθος. Αν αυτή η λέξη δεν έχει και πολύ νόημα για σας, ερμηνεύστε την και μιλήστε για τα βάθη της ζωής σας, της πηγής της ύπαρξής σας, της υπέρτατης έγνοιας σας, αυτού που παίρνετε στα σοβαρά χωρίς επιφύλαξη... Αυτός που γνωρίζει τι είναι το βάθος, γνωρίζει τι είναι Θεός» (σελ. 22).

Για τον εαυτό του ο Επίσκοπος λέει:

«...όπως λέει (ο Τίλιχ): ο θεϊσμός, όπως γίνεται συνήθως κατανοητός “έχει κάνει τον Θεό ένα ουράνιο, τέλειο άτομο που προεδρεύει σε όλο τον κόσμο και την ανθρωπότητα”» (σελ.39), «...είμαι πεπεισμένος ότι ο Τίλιχ έχει δίκιο, όταν λέει ότι η διαμαρτυρία του αθεϊσμού εναντίον ενός τέτοιου υψηλότατου ατόμου είναι σωστή» (σελ. 41).

«Τελικά, δε θα είμαστε πλέον πιο πολύ σε θέση να πείσουμε τους ανθρώπους για την ύπαρξη ενός Θεού “εκεί έξω”, τον οποίο πρέπει να καλέσουν για να βάλουν τάξη στη ζωή τους, από το να τους πείσουμε να πάρουν στα σοβαρά τους θεούς του Ολύμπου». (σελ. 43) «Το να λέμε ότι “ο Θεός είναι προσωπικός” σημαίνει ότι η προσωπικότητα έχει υπέρτατη σημασία για τον σχηματισμό του σύμπαντος, ότι στις προσωπικές σχέσεις αγγίζουμε το τελικό νόημα της ύπαρξης, όπως πουθενά αλλού» (σελ. 48-9).

Ο Επίσκοπος με το να ξεχωρίζει την πραγματικότητα από την ύπαρξη, όπως κάνουν οι θεολόγοι, υποστηρίζει ότι ο Θεός είναι τελικά πραγματικός, αλλά ότι δεν υπάρχει, γιατί το να υπάρχει προϋποθέτει ότι είναι πεπερασμένος, όσον αφορά τον χρόνο και τον χώρο, κι έτσι είναι μέρος του σύμπαντος.

Αν η ιδέα ενός υπέρτατου όντος αμφισβητήθηκε, τότε το ίδιο συνέβη και με την παραδοσιακή κατανόηση του Ιησού. Μια καινούργια ερμηνεία της Καινής Διαθήκης και του Ιησού είναι κάτι που επίσης βρίσκεται σε εξέλιξη στη σκέψη των ανώτερων θεολογικών κύκλων του 20ού αιώνα. Το 1906 ο Άλμπερτ Σβάιτσερ είχε εκδώσει ένα έργο με τον μεταφρασμένο στα Αγγλικά τίτλο The Quest of the Historical Jesus (Η αναζήτηση του ιστορικού Ιησού), στο οποίο παρουσιάζει τον Ιησού ως εβραίο προφήτη με κάπως άστοχες ιδέες και ως ένα πλάσμα που ταιριάζει με την εποχή του. Μια πιο ριζική και κριτική «απομυθοποίηση» πραγματοποιήθηκε από τον Ρούντολφ Μπούλτμαν, ο οποίος, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940, έδειξε ότι τα Ευαγγέλια υπόκεινται εντελώς στους μύθους που επικρατούσαν την εποχή που γράφτηκαν. Επιδίωξε να δείξει πόσο λίγες από τις έννοιες που χρησιμοποιούνται στα Ευαγγέλια θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τον άνθρωπο του εικοστού αιώνα. Ασχολήθηκε πολύ με το μήνυμα της Καινής Διαθήκης για την ανθρωπότητα, με γνώμονα την άποψη της γερμανικής υπαρξιστικής φιλοσοφίας: ο Χριστιανισμός έγινε οδηγός για την ηθική ζωή του ατόμου, αλλά τον είδε ως μη αξιόπιστο πλέον τμήμα διδασκαλίας σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και τη διακυβέρνησή του. Το έργο του Μπούλτμαν ξεσήκωσε νέες αμφιβολίες για τον παραδοσιακό ισχυρισμό ότι ο Ιησούς ήταν ο Θεός με σάρκα και, ως εκ τούτου, ενέσπειρε αμφιβολίες για ολόκληρη τη διδασκαλία της Εκκλησίας που αναφέρεται στον Χριστό. Αυτή η ιστορική σχετικοκρατία περιγράφεται εκτενέστερα σε ένα βιβλίο με τίτλο Ο μύθος του ενσαρκωμένου Θεού (εκδόθηκε από τον Τζον Χικ) που κυκλοφόρησε το 1977, κατά το οποίο ένας αριθμός από τους πιο διακεκριμένους αγγλικανικούς θεολόγους αμφισβητεί το ορθόδοξο παραδοσιακό χριστιανικό δόγμα, που καθιερώθηκε στην Δ′ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), που αφορά τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, τον Ιησού. Οι σύγχρονοι θεολόγοι το έβρισκαν δύσκολο να πιστέψουν ότι ο Θεός είχε γίνει άνθρωπος με τον τρόπο που η Εκκλησία είχε διδάξει τους προηγούμενους δεκαπέντε αιώνες.

Τα διάφορα ρεύματα των θεολογικών διαφωνιών όπως: η θεωρούμενη απόρριψη της έννοιας του προσωπικού Θεού, η αποποίηση του θεϊσμού, η νέα έμφαση στη σχετικοκρατία της Βίβλου και η αμφισβήτηση των αποδεκτών εννοιών σχετικά με τη φύση του Χριστού και τη σχέση του με τη θεότητα, είναι μια σοβαρή απόκλιση από τη ληφθείσα γνώση του Χριστιανισμού και από την πίστη των περισσότερων πιστών που ανήκουν στην τάξη των λαϊκών. Με αυτόν τον τρόπο, οι γνώμες που εκφράζονται ακόμη και από χριστιανικές πηγές, σχετικά με τη φύση της θρησκείας, θέτουν τώρα σε αμφιβολία αδιαφιλονίκητα χριστιανικά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία είχε καθοριστεί προηγουμένως η θρησκεία.

ΧΧΙΙΙ. Θρησκεία και Κοινωνική Αλλαγή
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ