II. Η Αναγνωριση μιας Θρησκειας

Στις συζητήσεις στον δυτικό κόσμο ο όρος «religion» (θρησκεία) ήταν πάντοτε προβληματικός. Η αρχαία λατινική ρίζα του όρου «religion», η λέξη «religio», υποδεικνύει έναν αυθεντικό τρόπο δράσης: προσεκτικά, πιστά και με σχολαστική προσοχή στη λεπτομέρεια. Αυτός ο αυθεντικός τρόπος δράσης, παρ’ όλα αυτά, είχε οριστεί μέσω του αντίθετού του όρου, του όρου «superstitio», που σημαίνει ένα είδος συμπεριφοράς που υποκινείται από την άγνοια, τον φόβο και την απάτη. Όπως παρατήρησε ο γλωσσολόγος Εμίλ Μπενβενίστ, «η ιδέα που εκφράζεται με τον όρο “religion” απαιτεί την αντίθετή της ιδέα, που εκφράζεται με τον όρο “superstition” (δεισιδαιμονία)». 3 Αναπόφευκτα, η διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία και τη δεισιδαιμονία, ανάμεσα δηλαδή στο αυθεντικό και στο δόλιο, το γνωστό και το άγνωστο, εμπίπτει στη βασική αντίθεση ανάμεσα σε «εμάς» και σε «εκείνους». Σε αυτή την αντίθεση, η αυθεντική θρησκεία αποδίδεται σε «εμάς», ενώ οι πεποιθήσεις και οι πρακτικές που βασίζονται στην άγνοια, στον φόβο και στην απάτη, πράγματα που χαρακτηρίζουν τη δεισιδαιμονία, αποδίδονται σε «εκείνους».

Όσον αφορά το νότιο τμήμα της Αφρικής, αυτή η εννοιολογική αντίθεση ανάμεσα στη θρησκεία και τη δεισιδαιμονία αναφερόταν, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, στις εκθέσεις που συνέταξαν Ευρωπαίοι μελετητές σχετικά με τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές των ιθαγενών της Αφρικής. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι παρατηρητές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ότι αυτές οι μορφές της θρησκευτικής ζωής στην Αφρική πρέπει να θεωρηθούν «θρησκεία». Για παράδειγμα, στην αρχή του 19ου αιώνα, ο Τζ. T. βαν ντερ Κεμπ, ο πρώτος ιεραπόστολος της Κοινότητας Ιεραποστόλων του Λονδίνου στο νότιο τμήμα της Αφρικής, επέδειξε αυτή την αρνητική στάση, όσον αφορά την αναγνώριση των θρησκειών της Αφρικής. Ο βαν ντερ Κεμπ, αναφερόμενος στους ανθρώπους του ανατολικού Ακρωτηρίου, δήλωσε τα εξής: «Αν με τον όρο “θρησκεία” εννοούμε τον σεβασμό και το δέος προς τον Θεό ή την εξωτερική δράση με την οποία εκφράζεται αυτός ο σεβασμός και το δέος, εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να θεωρήσω ότι είχαν οποιαδήποτε θρησκεία ή οποιαδήποτε ιδέα για την ύπαρξη ενός Θεού».4 Εμφανώς, ο βαν ντερ Κεμπ αρνήθηκε το γεγονός ότι οι άνθρωποι του ανατολικού Ακρωτηρίου είχαν μια γνήσια «θρησκεία». Αντιθέτως, ο βαν ντερ Κεμπ επέμενε ότι οι Αφρικανοί υπέφεραν από την άγνοια, τον φόβο και την απάτη της «δεισιδαιμονίας».

Αυτή η άρνηση της αναγνώρισης των αφρικανικών πεποιθήσεων και πρακτικών συνεχίστηκε και μέσα στον 20ό αιώνα. Στη δεκαετία του 1920, για παράδειγμα, ο λευκός Νοτιοαφρικανός ανθρωπολόγος Β. Μ. Αϊζέλεν, που υπηρέτησε στην Επιτροπή Διαχείρισης Υποθέσεων των Μπαντού επί πρωθυπουργίας του Χ. Φ. Φέρβερντ, κατά τη διάρκεια εφαρμογής του «Μεγάλου Απαρτχάιντ», στη δεκαετία του 1950, υποστήριξε ότι οι Αφρικανοί δεν είχαν αυτόχθονη θρησκεία. Ο όρος godsdiens (θρησκεία), όπως επέμεινε ο Αϊζέλεν, πρέπει να προορίζεται μόνο γι’ αυτό που ονόμαζε «προηγμένο πολιτισμό». Σύμφωνα με τον Αϊζέλεν, εφόσον οι Αφρικανοί δεν έχουν έναν τέτοιο πολιτισμό, θα μπορούσε να έχουν geloofsvorme (μορφές ή μοτίβα πίστης), όχι όμως godsdiens (θρησκεία).5 Επομένως, σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση, οι Αφρικανοί στο νότιο τμήμα της Αφρικής συνέχισαν να αισθάνονται ψυχικό πόνο, εξαιτίας της κατηγορηματικής άρνησης της θρησκευτικής αυτόχθονης κληρονομιάς τους.

Ο όρος «θρησκείες» έχει υπάρξει το ίδιο προβληματικός. Στην αγγλική γλώσσα η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου στον πληθυντικό αριθμό, «θρησκείες», βρέθηκε το 1593 στο έργο του προτεστάντη θεολόγου Ρίτσαρντ Χούκερ. Σε αντίθεση με τη σύγχρονη χρήση της λέξης, ο Χούκερ χρησιμοποίησε τον όρο «θρησκείες» για να κάνει τη διάκριση μεταξύ δύο θρησκειών: του προτεσταντισμού και του ρωμαιοκαθολικισμού.6 Προφανώς, ο Χούκερ είδε δύο θρησκείες –τον προτεσταντισμό και τον καθολικισμό–, ενώ οι μετέπειτα στοχαστές πολλές φορές τις θεωρούν μία, τον Χριστιανισμό. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η ευρωπαϊκή σκέψη, σχετικά με τη θρησκεία, χώρισε τον κόσμο σε τέσσερις θρησκείες, τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ και τον Παγανισμό, με τον τελευταίο να υποδιαιρείται μερικές φορές περαιτέρω σε αρχαίο, σύγχρονο και στη «διαβολική» ειδωλολατρία.7 Μέχρι το 1870, όταν ο Φ. Μαξ Μίλερ έδωσε τις εισαγωγικές διαλέξεις του για τη συγκριτική θρησκειολογία, ο αριθμός των μεγάλων θρησκειών είχε επεκταθεί σε οκτώ: τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, τον Ινδουισμό, τον Βουδισμό, τον Ζωροαστρισμό, τον Κομφουκιανισμό και τον Ταοϊσμό, αφήνοντας, ωστόσο, ένα σημαντικό υπόλοιπο από αυτές που ο Μαξ Μίλερ ονόμασε αυτόχθονες θρησκείες: τις «θρησκείες χωρίς βιβλία».8 Επομένως, ο όρος «θρησκείες» αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει τα χριστιανικά παρακλάδια και έπειτα χρησιμοποιούνταν όλο και περισσότερο στην προσπάθεια να γίνει κατανοητό το θέμα της θρησκευτικής ποικιλομορφίας.9

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι όροι «θρησκεία» και «θρησκείες» συνέχισαν να εμπλέκονται σε θρησκευτικές διαμάχες. Ως ανταπόκριση στην εμφάνιση των «νέων θρησκευτικών κινημάτων», στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, για παράδειγμα, η προπαγάνδα κατά των αιρέσεων αρνήθηκε το θρησκευτικό στάτους αυτών των κινημάτων, χαρακτηρίζοντάς τα ως ρηξικέλευθες επιχειρήσεις, ανατρεπτικές πολιτικές οργανώσεις ή «αιρέσεις» που κάνουν πλύση εγκεφάλου. Η πολεμική κατά των αιρέσεων, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επηρέαζε ακόμη και την ακαδημαϊκή ανάλυση των νέων θρησκειών.10

Παρόλο που είχε λάβει κάποιες πληροφορίες από την προπαγάνδα κατά των αιρέσεων, η Εξεταστική Επιτροπή της Νότιας Αφρικής, που προσπάθησε να αρνηθεί το θρησκευτικό στάτους της Σαηεντολογίας στην έκθεση που συνέταξε το 1972, φάνηκε να ασχολείται περισσότερο με την ενίσχυση ορισμένων χριστιανικών δηλώσεων σχετικά με το τι θα έπρεπε να θεωρείται ως νόμιμη θρησκεία στη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με την επιτροπή, η Εκκλησία της Σαηεντολογίας δεν ήταν θρησκεία γιατί δεν τηρούσε τις κατάλληλες τελετές με τις οποίες εκφράζεται η λατρεία σε έναν προσωπικό Θεό. «Παρόλο που η Σαηεντολογία διατείνεται ότι αναγνωρίζει ένα Υπέρτατο Ον», διαβεβαίωνε η επιτροπή, «ποτέ δεν το αναφέρει ως μια δύναμη που ελέγχει ή ως έναν προσωπικό Θεό που δικαιούται να απολαμβάνει υπακοή και λατρεία».11 Αν θυμηθούμε την αρνητική στάση όσον αφορά την αναγνώριση των θρησκειών της Αφρικής εκ μέρους του χριστιανού ιεραπόστολου τον 19ο αιώνα, συμπεραίνουμε ότι η άρνηση του θρησκευτικού στάτους της Σαηεντολογίας βασίζεται σε μια συγκεκριμένη χριστιανική θεώρηση, σχετικά με το ποια είναι η σωστή μορφή λατρείας, που υποτίθεται ότι είναι αναγκαία, για να μπορέσουν οι πεποιθήσεις και οι πρακτικές να θεωρηθούν ότι ανήκουν σε μια αυθεντική θρησκεία.

Σε μια λεπτομερή γραπτή αντίκρουση που δημοσιεύτηκε το 1975, ο διακεκριμένος Νοτιοαφρικανός καθηγητής της Επιστήμης της Θρησκείας, Ζ. Γ. Οοστούιζεν, παρατήρησε σαρκαστικά ότι οι Σαηεντολόγοι θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει αναγνώριση ως θρησκεία από την επιτροπή πιο εύκολα «αν υποκλίνονταν σε μια ιερή αγελάδα ή σε έναν ιερό πίθηκο ή σε έναν θεό ελέφαντα ή σε ένα φίδι ή σε έναν βάτραχο».12

Εφόσον ένας θρησκευτικός τρόπος ζωής μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ένας τρόπος τού να είναι κανείς άνθρωπος, αυτή η άρνηση της θρησκευτικότητας των άλλων είναι επίσης μια άρνηση ολόκληρης της ανθρώπινης υπόστασης των άλλων ανθρώπινων όντων. Το ζήτημα του ορισμού της θρησκείας, επομένως, δεν είναι απλώς ένα ακαδημαϊκό θέμα. Είναι τόσο βασικό όσο η εξής ερώτηση: Τι θεωρείται ως ανθρώπινο ον;

III. Θρησκευτικές Πεποιθήσεις
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ