Εισαγωγή
Στις 11 Μαρτίου του 2016 το Πρωτοδικείο των Βρυξελλών, σε μια ιστορική απόφαση, αποφάνθηκε υπέρ των κατηγορουμένων και απάλλαξε ολοκληρωτικά την Εκκλησία της Σαηεντολογίας του Βελγίου από όλες τις κατηγορίες, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Δημοσίων Υποθέσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας Διεθνώς και έντεκα Σαηεντολόγους που ήταν τρέχοντα ή πρώην μέλη του προσωπικού.
Η 173 σελίδων δικαστική απόφαση, που εκδόθηκε μετά από μια ποινική δίκη διάρκειας επτά εβδομάδων και η οποία έληξε τον Δεκέμβριο του 2015 κατόπιν μιας αδιάκριτης, δεκαοκτάχρονης έρευνας, εξέτασε εξονυχιστικά και αξιολόγησε τα αποδεικτικά στοιχεία με μεγάλη λεπτομέρεια προτού απορρίψει κατηγορηματικά όλες τις κατηγορίες και απαλλάξει όλους τους κατηγορούμενους.
Ο προεδρεύων δικαστής της υπόθεσης, Yves Régimont, έκρινε ότι:
Η όλη διαδικασία της δίκης ανακηρύσσεται απαράδεκτη ως σοβαρή και ανεπανόρθωτη προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.
Το Δικαστήριο επέκρινε επίσης τον εισαγγελέα και τους ερευνητές για προκατάληψη εναντίον της Σαηεντολογίας και των ενοριτών της, σημειώνοντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία «αποκαλύπτουν σαφώς ένα τεκμήριο ενοχής και την πλήρη έλλειψη αντικειμενικότητας» σε παραβίαση του εσωτερικού βελγικού δικαίου και του Άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες.
Τα δύο σωματεία της Εκκλησίας και τα έντεκα μέλη του προσωπικού της Εκκλησίας είχαν υποβληθεί σε εκτεταμένες κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της απάτης, του εκβιασμού, της λειτουργίας εγκληματικής επιχείρησης, της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής και της παράνομης πρακτικής της ιατρικής κατά τη διάρκεια μιας έρευνας που κράτησε σχεδόν δύο δεκαετίες. Η ποινική δίωξη είχε απαιτήσει από τα σωματεία της Εκκλησίας να διαλυθούν και είχε επιβάλλει ποινές φυλάκισης στα μέλη που δικάστηκαν.
Απορρίπτοντας την εισαγγελική δίωξη, το Δικαστήριο διαπίστωσε την «έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων» που παρουσίασε η εισαγγελία για να δικαιολογήσει τις εκτεταμένες κατηγορίες και χαρακτήρισε αυτές τις κατηγορίες ως «ανεπαρκείς», «ασυνάρτητες», «αντιφατικές», «ασυνεπείς», «αόριστες», «ασαφείς», «ανακριβείς» και «ελλιπείς».
Το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι η φύση της εισαγγελίας από μόνη της παραβίαζε το δικαίωμα των κατηγορουμένων στο τεκμήριο της αθωότητάς τους, επειδή η εισαγγελία εσφαλμένα παρέπεμψε τη θρησκεία σε δίκη και μετά θεώρησε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι, βασισμένη αποκλειστικά στην εθελοντική τους σύνδεση με τη Σαηεντολογία. Σε αντίθεση με την προσέγγιση της εισαγγελίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ρόλος του ήταν «να κρίνει τα πραγματικά περιστατικά που παραπέμφθηκαν σ’ αυτό, τα οποία φέρεται ότι διεπράχθησαν από τους κατηγορούμενους, και όχι να υποθέτει παραπτώματα που θα περιλαμβάνονταν στις διδασκαλίες και τα γραπτά της Σαηεντολογίας».
«Η όλη διαδικασία της δίκης ανακηρύσσεται απαράδεκτη ως σοβαρή και ανεπανόρθωτη προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη».
Αυτή η καινοτόμα απόφαση έχει συνέπειες μεγάλης εμβέλειας που υπερβαίνουν τα σύνορα του Βελγίου. Το να παραπέμπει κανείς σε δίκη μια θρησκεία, τα δόγματά της και τις πεποιθήσεις της και να υποθέτει ότι όποιος επιλέγει να ακολουθήσει αυτή τη θρησκεία είναι κατά κάποιον τρόπο ένοχος εγκλήματος επικυρώνει τη δήλωση και καθορίζει το δεδικασμένο ότι αποτελεί παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία που έχει παρθεί στο Βέλγιο.
Η προκατάληψη του εισαγγελέα εναντίον της Σαηεντολογίας, όπως αποδεικνύεται από ένα «τεκμήριο ενοχής και μια πλήρη έλλειψη αντικειμενικότητας», παραβίασε κατάφωρα το δικαίωμα των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη. Δίκες για αιρέσεις δεν έχουν θέση στη σύγχρονη κοινωνία· προσβάλλουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.
Βελγική Έρευνα
Παρεμπιπτόντως, το 1997 η Βελγική Κυβέρνηση δημοσίευσε μια Αναφορά 670 σελίδων από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή του Βελγίου, με την οποία στιγμάτιζαν 189 θρησκευτικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των Μπαχάι, Βουδιστών, Σαηεντολόγων, Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας, Μορμόνων, Άμις, και Πεντηκοστιανών, κάνοντας μονομερείς κατηγορίες εναντίον αυτών των κοινοτήτων, χαρακτηρίζοντας τες ψευδώς «επικίνδυνες» αιρέσεις χωρίς καμία έρευνα, εξέταση ή ανταπόκριση από τις ίδιες αυτές θρησκείες.
Από το 1997, κατασταλτικά μέτρα τέθηκαν σε λειτουργία από τη Βελγική Κυβέρνηση με στόχο την υποτίμηση αυτών των θρησκειών, χαρακτηρίζοντάς τες ως «αιρέσεις». Όπως σημείωσε η Διεθνής Ομοσπονδία του Ελσίνκι το 2003, οι ενέργειες στις οποίες προέβη η Βελγική Κυβέρνηση στον απόηχο της Κοινοβουλευτικής Έκθεσης, οδήγησαν σε δημόσια εχθρότητα, διακρίσεις, στιγματισμό και περιθωριοποίηση των μελών αυτών των θρησκευτικών ομάδων.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση της Κοινοβουλευτικής Έκθεσης του Βελγίου, ένας Βέλγος εισαγγελέας ξεκίνησε μια αδιάκριτη έρευνα σχετικά με τις ειλικρινείς θρησκευτικές πεποιθήσεις και ειρηνικές θρησκευτικές πρακτικές της Σαηεντολογίας, βάζοντας στο στόχαστρο τους Σαηεντολόγους και τη θρησκευτική κοινότητα της Σαηεντολογίας στις Βρυξέλλες. Τον Σεπτέμβριο του 1999, μια σειρά αστυνομικών εφόδων από 120 μέλη της αντιτρομοκρατικής μονάδας της Χωροφυλακής Βρυξελλών διεξάχθηκαν στην Εκκλησία της Σαηεντολογίας στις Βρυξέλλες, καθώς και στις κατοικίες και επιχειρήσεις συγκεκριμένων Σαηεντολόγων στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια των ερευνών που έγιναν από την αστυνομία το 1999 και το 2001, κατασχέθηκαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές της Εκκλησίας και τα εμπιστευτικά αρχεία απορρήτου της εξομολόγησης.
Μόλις άρχισε η έρευνα το 1997, ο εισαγγελέας αντιμετώπισε τους Σαηεντολόγους και την Εκκλησία της Σαηεντολογίας ως θρησκευτικές ομάδες που είχαν στιγματιστεί ως «αιρέσεις». Αυτή η έρευνα επικεντρώθηκε εσφαλμένα στις διδασκαλίες και τις πεποιθήσεις της θρησκείας της Σαηεντολογίας και επιχείρησε εσφαλμένα να ποινικοποιήσει αυτές τις διδασκαλίες και πεποιθήσεις. Η έρευνα αυτή, που διήρκεσε πάνω από 18 χρόνια, παραβίασε κατάφωρα το δικαίωμα της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας να δεσμευτεί με τη θρησκευτική της αποστολή και το δικαίωμα των Σαηεντολόγων να ασκούν ελεύθερα την πίστη τους στο Βέλγιο.
Για δύο σχεδόν δεκαετίες, μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση τον Μάρτιο του 2016, οι κατηγορούμενοι είχαν ήδη χαρακτηριστεί άδικα ως ένοχοι εγκληματίες από την εισαγγελική αρχή και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πριν ακόμα εμφανιστούν στο δικαστήριο και είχαν στιγματιστεί και περιθωριοποιηθεί στις κοινότητές τους, προξενώντας μεγάλη αναστάτωση στη ζωή τους.
Απόφαση του Πρωτοδικείου των Βρυξελλών
Το Δικαστήριο, εξέδωσε στις 11 Μαρτίου 2016 σημαντικά πορίσματα σχετικά με πολυάριθμες διαδικασίες και ουσιαστικά ζητήματα κατά την 173 σελίδων απόφασή του, μετά από μια δίκη επτά εβδομάδων, διαψεύδοντας όλες τις κατηγορίες εναντίον των κατηγορουμένων. Τα βασικά πορίσματα του Δικαστηρίου συνοψίζονται παρακάτω.
Παραβίαση του Δικαιώματος του Τεκμηρίου της Αθωότητας και της Αμερόληπτης Δίκης
Το Άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες εγγυάται σε όλα τα άτομα το δικαίωμα να θεωρούνται αθώοι, με την υποχρέωση της απόδειξης της βασιμότητας ισχυρισμού από την εισαγγελική αρχή. Το δικαίωμα να θεωρείται κάποιος αθώος είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο του δικαιώματος αμερόληπτης δίκης, το οποίο διασφαλίζεται επίσης σύμφωνα με το Άρθρο 6.
Εξετάζοντας την ουσία της εκδικαζόμενης υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «προβληματίστηκε» από την προσέγγιση της εισαγγελικής αρχής στη διερεύνηση και τη δίκη. Αντί να στοχεύσει σε οποιεσδήποτε υποτιθέμενες εγκληματικές πράξεις που ισχυριζόταν ότι διαπράχθηκαν από τους κατηγορούμενους, η εισαγγελική αρχή στόχευσε στην «ιδεολογία ή φιλοσοφία που περιέχεται στις διδασκαλίες του Λ. Ρον Χάμπαρντ μέσω της Σαηεντολογίας, καθώς και στην εφαρμογή της από την Εκκλησία της Σαηεντολογίας, στη γενική της έννοια», διαμέσου της Βελγικής Εκκλησίας της Σαηεντολογίας.
Επιπλέον, οι αγορεύσεις της εισαγγελικής αρχής επικεντρώθηκαν στην απαγγελία εκτενών αποσπασμάτων από γραπτά, κείμενα, εντολές ή οδηγίες από τον Ιδρυτή της Σαηεντολογίας Λ. Ρον Χάμπαρντ, που αποτελούν μερικές από τις Γραφές της Σαηεντολογίας, με «σκοπό να επιδείξει τις εγκληματικές προθέσεις που περιέχονται στο δόγμα που ήθελε να προωθήσει». Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στην πραγματικότητα, η εισαγγελική αρχή μεταχειρίστηκε τους κατηγορούμενους απλώς και μόνο ως όργανα εφαρμογής μιας εγκληματικής ιδεολογίας:
Με άλλα λόγια, πριν ασκήσει την ποινική δίκη του κάθε κατηγορουμένου στο Δικαστήριο αυτό, η Εισαγγελική Αρχή είχε σκοπό να ασκήσει κυρίως την ποινική δίκη της Σαηεντολογίας στην ιδεολογική της έννοια.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει τον αόριστο, ασαφή, ακόμα και ατελή χαρακτήρα των κατηγοριών…; Εξαιτίας αυτής της προσέγγισης, οι κατηγορούμενοι θεωρούνταν κυρίως ένοχοι βάσει του μοναδικού γεγονότος ότι ήταν ενεργά μέλη της Εκκλησίας τους.
Το Δικαστήριο κατέληξε σε μια σαρωτική απόφαση, η οποία απέρριψε οριστικά την υπόθεση της εισαγγελικής αρχής:
Αυτό αποκαλύπτει σαφώς ένα τεκμήριο ενοχής και την πλήρη έλλειψη αντικειμενικότητας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις κατηγορίες εναντίον των κατηγορουμένων «λόγω σοβαρής και ανεπανόρθωτης παραβίασης του δικαιώματός τους σε αμερόληπτη δίκη» που εγγυάται από το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η Λίστα «Αιρέσεων» του Κοινοβουλίου του 1997
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, το 1997, η λίστα του Βελγικού Κοινοβουλίου που στιγμάτιζε 189 θρησκευτικές ομάδες ως, όπως τις επονόμαζε, επικίνδυνες αιρέσεις σχημάτισε τη δηλητηριασμένη βάση από την οποία ξεκίνησε η ποινική έρευνα της Σαηεντολογίας. Η μαύρη λίστα του Κοινοβουλίου είχε συμπεριληφθεί από την εισαγγελική αρχή στα μητρώα της ποινικής δίωξης. Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αγνοήσει αυτή την «απόδειξη», καθώς η μαύρη λίστα των αιρέσεων υπερέβαινε την εξουσία του Κοινοβουλίου και παραβίαζε τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Το Δικαστήριο συμφώνησε και εξέδωσε το ακόλουθο πόρισμα:
Το Δικαστήριο συμμερίζεται τις απόψεις της υπεράσπισης…: Θεωρείται προφανές ότι ειδικότερα παρουσιάζοντας μια λίστα με 189 κινήματα που θεωρούσε επιβλαβή, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή έκανε μια κρίση που δεν είχε το δικαίωμα να κάνει, παραβιάζοντας το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο πρέπει να ωφελεί τους πάντες.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή «παρασύρθηκε» και «υπερέβη τις αρμοδιότητές της», κάτι «που θα έπρεπε να αποδοκιμάζεται από ένα τέτοιο ίδρυμα». Στη συνέχεια το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα:
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, εντός του διαστήματος λήψης των πορισμάτων της ήταν που η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της και τελικά παραβίασε ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται ειδικά από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο είχε μόλις επικριθεί.
Το πόρισμα του Δικαστηρίου ότι οι θρησκευτικές μαύρες λίστες που εκδίδονται από το Κοινοβούλιο υπερβαίνουν τη νομοθετική εξουσία και παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το τεκμήριο της αθωότητας, είναι μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου σε όλη την Ευρώπη. Αυτή η απόφαση θα πρέπει να κλονίσει τη συνεχιζόμενη εμπιστοσύνη σε παρόμοιες κοινοβουλευτικές θρησκευτικές μαύρες λίστες που χρησιμοποιούνται για να στιγματίσουν και να περιθωριοποιήσουν θρησκευτικές μειονότητες σε άλλες χώρες που βρίσκονται στο στόχαστρο.
Κατηγορίες για Εγκληματική Οργάνωση και Εγκληματική Συνομωσία
Το δικαστήριο απέρριψε απερίφραστα τις κατηγορίες για «εγκληματική οργάνωση» και «εγκληματική συνωμοσία» εναντίον των κατηγορούμενων. Διαπίστωσε ότι: 1) υπήρχαν «πολλές ασυνέπειες» στις κατηγορίες, 2) ο φάκελος της υπόθεσης περιείχε «αντίθετες και αντιφατικές» πληροφορίες, και 3) οι κατηγορίες δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξονυχιστικής εξέτασης λόγω «έλλειψης παροχής αποδεικτικών στοιχείων» από την εισαγγελική αρχή.
Εκτός από την αποτυχία της να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη των απαιτήσεων αυτών, η εισαγγελική αρχή δεν ήταν ούτε σε θέση να προσδιορίσει την εγκληματική οργάνωση στην οποία ισχυρίστηκε ότι ανήκαν οι κατηγορούμενοι, κάτι που έδειξε ξεκάθαρα την πλήρη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με αυτές τις κατηγορίες. Το δικαστήριο δήλωσε τα εξής:
Πρέπει να ειπωθεί ότι ο Εισαγγελέας, το κύριο καθήκον του οποίου είναι να υπερασπίζεται τις κατηγορίες του, πόσο μάλλον αν ο ίδιος αμφισβητείται από όλες τις πλευρές, ποτέ δεν δήλωσε κατηγορηματικά τι θα συνιστούσε την εγκληματική οργάνωση στην οποία υποτίθεται ότι ανήκαν οι κατηγορούμενοι, σύμφωνα με αυτό που δήλωσε. Ούτε στο κατηγορητήριο ούτε στις σχετικές αναφορές, πόσο μάλλον στις αγορεύσεις του, δεν έδωσε ο Εισαγγελέας στο Δικαστήριο συνεπείς πληροφορίες σε σχέση μ’ αυτό.
Γλωσσάριο της Εισαγγελικής Αρχής
Μετά την κατάσχεση δεκάδων χιλιάδων σελίδων από τις Γραφές και σχετικά βιβλία και έγγραφα της Σαηεντολογίας, η εισαγγελική αρχή μετά από πολύ χρόνο και μεγάλα έξοδα, συνέχισε να δημιουργεί ένα έγγραφο με τον τίτλο «Πρότυπα και Λεξιλόγιο της Σαηεντολογίας και της Διανοητικής» («Γλωσσάριο») μια «συλλογή κειμένων από κανόνες και το δόγμα της Σαηεντολογίας».
Αν και το έγγραφο παρίστανε να ορίζει με ακρίβεια και να συνοψίζει όρους της Σαηεντολογίας καθώς και να συνοψίζει δόγματα, πεποιθήσεις, κανόνες και τελετουργικά της Σαηεντολογίας, οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι το Γλωσσάριο παρείχε προκατειλημμένους και ανακριβείς ορισμούς και περιλήψεις. Επομένως, οι κατηγορούμενοι ζήτησαν από το Δικαστήριο να αγνοήσει το Γλωσσάριο, καθώς δεν ήταν ούτε αξιόπιστο ούτε έγκυρο.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο τρόπος με τον οποίο το Γλωσσάριο παρουσιάστηκε στους εναγόμενους κατέστησε αδύνατη την επαλήθευση της ακρίβειάς του· ότι η χρήση του Γλωσσάριου από την εισαγγελική αρχή «προκαλεί, αν μη τι άλλο, σύγχυση στην υπεράσπιση»· και ότι η αποτυχία της εισαγγελικής αρχής να συνδέσει κάποιες από τις κατηγορίες στην υπόθεση δημιούργησε ένα «σοβαρό μειονέκτημα», καθιστώντας αδύνατον για τους κατηγορούμενους «να ασκήσουν σωστά τα δικαιώματά τους».
Τελικά, το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει σωστά την αξιοπιστία του Γλωσσάριου βάσει του τρόπου με τον οποίο δημιουργήθηκε. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο απέρριψε το έγγραφο και αποφάσισε να μην το λάβει υπόψη του.
Παράνομη Πρακτική του Ιατρικού Επαγγέλματος
Το Δικαστήριο, επίσης, απέρριψε αμέσως τις ασαφείς κατηγορίες της εισαγγελικής αρχής ότι οι πνευματικές πρακτικές της Σαηεντολογίας, όπως το ώντιτινγκ, το πρόγραμμα Αποκάθαρσης και τα Βοηθήματα Αγγίγματος συνιστούν κατά κάποιον τρόπο την παράνομη πρακτική του ιατρικού επαγγέλματος. Το Δικαστήριο απέρριψε αυτές τις κατηγορίες, λόγω του ότι κατά τη διαδικασία της δίκης δεν παρουσιάστηκαν ποτέ κάποια συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία αδικοπραγίας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε τα ακόλουθα:
[Κ]αθώς οι αγορεύσεις αναφέρονται μόνο σε γενικές συμπεριφορές (βοήθημα αγγίγματος, θεραπείες Αποκάθαρσης, ώντιτινγκ), καμία πληροφορία δεν αποδίδεται χωρίς να διευκρινίζει γιατί αυτές οι συμπεριφορές θα συνιστούσαν παραβάσεις που διαπράχθηκαν από κάποιον και εναντίον κάποιου άλλου, ενώ μια ανάλυση των εγγράφων που παρατίθενται στο κατηγορητήριο δεν επιτρέπει με οποιονδήποτε τρόπο τη διευκρίνιση των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, λόγω της σχεδόν πλήρους έλλειψης συνάφειας αυτών των βασικών εγγράφων να βοηθήσουν να ρίξουν φως στις αντίστοιχες κατηγορίες ή στα στοιχεία των κατηγοριών.
Καθώς η εισαγγελική αρχή ποτέ δεν παρουσίασε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο που να δείχνει τα «συστατικά στοιχεία» ενός εγκλήματος, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι κατηγορίες για παράνομη άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος «πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτες», λόγω της «σοβαρής και ανεπανόρθωτης παράβασης» του θεμελιώδους δικαιώματος των κατηγορουμένων να λάβουν «δίκαιες νομικές διαδικασίες».
Αδικαιολόγητη Καθυστέρηση
Σύμφωνα με το Άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Σύμβαση), ο καθένας έχει το δικαίωμα να δικαστεί «εντός εύλογου χρονικού διαστήματος». Το εύλογο χρονικό διάστημα που κατοχυρώνεται στη Σύμβαση χρησιμεύει για να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην απονομή της δικαιοσύνης, και για να αποφευχθούν περιπτώσεις ατόμων που έχουν κατηγορηθεί για κάποιο ποινικό αδίκημα να παραμένουν για πολύ καιρό σε μια κατάσταση αβεβαιότητας για την τύχη τους, διακυβεύοντας έτσι την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία του εθνικού συστήματος δικαιοσύνης. Βλέπε, για παράδειγμα Panju εναντίον Βελγίου (18393/09) (28/10/2014).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, σε αυτή την περίπτωση, το δικαίωμα των κατηγορουμένων για δίκη «εντός εύλογου χρονικού διαστήματος» είχε παραβιαστεί. Ωστόσο, αποφάσισε ότι η απόρριψη γι’ αυτό τον λόγο δεν ήταν η κατάλληλη λύση βάσει του βελγικού δικαίου. Αντ’ αυτού, απέρριψε την υπόθεση με γνώμονα τα ατομικά της στοιχεία, βάσει της παραβίασης του δικαιώματος των κατηγορουμένων στο τεκμήριο της αθωότητας και της δίκαιης δίκης.
ΠΟΡΙΣΜΑ
Η απόφαση του Δικαστηρίου κατά την 11η Μαρτίου 2016 που απέρριψε όλες τις κατηγορίες και απήλλαξε πλήρως όλα τα σωματεία της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας και τους ξεχωριστούς εναγόμενους, συνιστά μια απόφαση-ορόσημο για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας της συνείδησης. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η εισαγγελική αρχή θίγει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα με το να οδηγεί σε δίκη μια θρησκεία και να ισχυρίζεται ότι άτομα που απλώς ακολουθούν τα διδάγματά της και συνδέονται εθελοντικά με αυτή θα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρούνται ένοχοι για ένα έγκλημα, χωρίς κανένα συγκεκριμένο στοιχείο αδικοπραγίας.
Τα σωματεία της Εκκλησίας και το προσωπικό της Εκκλησίας δεν χάνουν το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη και το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας απλώς και μόνο λόγω της θρησκευτικής τους σχέσης και πεποιθήσεων. Αυτή η απόφαση έχει σημαντικές συνέπειες για όλες τις σαράντα επτά χώρες που τηρούν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Καθιερώνει ένα σημαντικό νομικό προηγούμενο που προστατεύει την ελευθερία της θρησκείας.
Ώντιτινγκ είναι η πνευματική συμβούλευση της Σαηεντολογίας. Το πρόγραμμα Αποκάθαρσης είναι ένα βήμα πού κάνουν οι ενορίτες κατά την πνευματική τους πορεία για να απαλλάξουν τα σώματά τους από τις τοξίνες και τα ναρκωτικά/φάρμακα και για να καθαρίσουν τον νου τους που τους παρέχει τη δυνατότητα να έχουν μελλοντική πνευματική βελτίωση. Ο σκοπός ενός Βοηθήματος Αγγίγματος είναι να φέρει την προσοχή του ατόμου σε μια πληγείσα περιοχή του σώματος, για να ανακουφίσει την πνευματική οδύνη.