Η Υπόσταση της Σαηεντολογίας ως Θρησκεία Επιβεβαιώνεται από Ανώτερο Δικαστήριο στην Ευρώπη

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε μια ομόφωνη απόφαση-ορόσημο στις 5 Απριλίου 2007 υπέρ της θρησκείας της Σαηεντολογίας, τηρώντας τη θρησκευτική ελευθερία των Σαηεντολόγων και των θρησκευτικών τους οργανισμών και στα σαράντα επτά κράτη που έχουν υπογράψει και επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [ECHR (ΕΣΔΑ)], που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1950. Αποφαινόμενο υπέρ της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ένα σημαντικό θέμα που η Ρωσική Ομοσπονδία έχει δεσμευτεί να υποστηρίξει, δηλαδή το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, όχι μόνο για τους Σαηεντολόγους, αλλά και για μέλη όλων των θρησκειών σε όλη την Ευρώπη.

Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση με τίτλο Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας, εναντίον της Ρωσίας (αίτηση αρ. 18147/02), ανέτρεψε την άρνηση της κυβέρνησης της πόλης της Μόσχας να καταχωρήσει την Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας ως θρησκευτικό οργανισμό. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ρωσία είχε παραβιάσει τα δικαιώματα της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας σύμφωνα με το Άρθρο 11 της ΕΣΔΑ (το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι) «υπό το πρίσμα του Άρθρου 9» (το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκείας) όταν αρνήθηκε να καταχωρήσει την Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι, έχοντας αρνηθεί την καταχώρηση της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας της Μόσχας, οι αρχές της Μόσχας «δεν ενέργησαν καλόπιστα και αγνόησαν το καθήκον τους ουδετερότητας και αμεροληψίας έναντι της θρησκευτικής κοινότητας του αιτούντος». Το Δικαστήριο επίσης απένεμε στην Εκκλησία 10.000 € όσον αφορά την ηθική βλάβη που υπέστη και 15.000 € για έξοδα και δαπάνες.

Αυτή η υπόθεση είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί επιβεβαιώνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεωρεί ότι η Εκκλησία της Σαηεντολογίας είναι ένας γνήσιος θρησκευτικός οργανισμός, που δικαιούται τα ίδια δικαιώματα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα όπως και κάθε άλλος θρησκευτικός οργανισμός βάσει της ίδιας Σύμβασης.

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ιδρύθηκε για να δημιουργήσει έναν μηχανισμό για την επίλυση καταγγελιών σχετικά με την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον συμβαλλόμενων Κρατών της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1950. Το Δικαστήριο βρίσκεται στο Στρασβούργο, στη Γαλλία, και αυτή τη στιγμή έχει δικαιοδοσία σε πάνω από σαράντα επτά κράτη στην Ευρώπη, με περισσότερους από 800 εκατομμύρια πολίτες σε αυτά τα κράτη, καθιστώντας το αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό διεθνές δικαστήριο.

Η αποστολή του Δικαστηρίου είναι να επιβάλλει τη Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών τους, με το να αποφαίνεται επί των καταγγελιών εναντίον παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται από τα συμβαλλόμενα Κράτη, τα οποία οδηγούνται ενώπιον του νόμου είτε από άλλα Κράτη ή από άτομα που υπάγονται στη δικαιοδοσία ενός Κράτους μέλους. Τα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την τελική απόφαση του Δικαστηρίου σε κάθε υπόθεση στην οποία είναι μέλη, σύμφωνα με το Άρθρο 46 της Σύμβασης. Η τελική απόφαση του δικαστηρίου διαβιβάζεται στην Επιτροπή των Υπουργών, η οποία εποπτεύει την εκτέλεση της.

Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αφορά μόνο το Κράτος που λαμβάνει μέρος στην απόφαση, αλλά καθιερώνει κι ένα άμεσο δικαστικό προηγούμενο στο υψηλότερο επίπεδο και για τα σαράντα επτά Κράτη μέλη. Η απόφαση του Δικαστηρίου για την Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας και τη μεταχείριση της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας ως μια «θρησκευτική κοινότητα», η οποία δικαιούται το πλήρες φάσμα των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτές τις κοινότητες, επομένως, έχει άμεση εφαρμογή και καθιερώνει σημαντικά και δεσμευτικά νομικά δεδικασμένα σε όλη την Ευρώπη και την Ευρασία.

Η Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας είναι ένας θρησκευτικός οργανισμός και καταχωρήθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 1994. Την 1η Οκτωβρίου 1997 ένας καινούργιος Νόμος για την Ελευθερία της Συνείδησης και των Θρησκευτικών Οργανώσεων (Θρησκευτικός Νόμος) τέθηκε σε ισχύ, ο οποίος υποχρέωνε όλες τις θρησκευτικές οργανώσεις που είχαν προηγουμένως αναγνωριστεί για τη νομική τους οντότητα, να προσαρμόσουν το καταστατικό τους σύμφωνα με τον νέο θρησκευτικό νόμο και να υποβάλουν ξανά αίτηση καταχώρησης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2000. Η αποτυχία της Εκκλησίας να αποκτήσει την εκ νέου καταχώρηση πριν από τη λήξη της προθεσμίας, την εξέθεσε στην απειλή διάλυσης με δικαστική απόφαση.

Η Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας, στη συνέχεια, υπέβαλε έντεκα φορές την εκ νέου καταχώρησή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Μόσχας μεταξύ Αυγούστου του 1998 και Μαΐου του 2005. Κάθε αίτηση απορρίφθηκε.

Η αυθαίρετη άρνηση να καταχωρήσει εκ νέου την Εκκλησία της Μόσχας σύμφωνα με τον Θρησκευτικό Νόμο, έβαλε τη θέση της ως νομική οντότητα σε κίνδυνο. Οι συνέπειες της μη καταχώρησης ως θρησκευτικός οργανισμός κατά την έννοια του νόμου ήταν υπερβολικές για την Εκκλησία και τα μέλη της. Τα δικαιώματα της Εκκλησίας και των ενοριτών της, που είναι απαραίτητα για τη διεξαγωγή των θρησκευτικών τους δραστηριοτήτων, με εξαίρεση τα πιο θεμελιώδη, τέθηκαν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο, όπως: το δικαίωμα αγοράς, εισαγωγής και διανομής θρησκευτικών συγγραμμάτων· την ικανότητα να διεξάγουν φιλανθρωπικές δραστηριότητες, το δικαίωμα κατοχής και διατήρησης θρησκευτικών κτηρίων, το δικαίωμα κατοχής και λειτουργίας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων θεολογικών σχολών· καθώς και το δικαίωμα να προσκαλούν αλλοδαπούς πολίτες για να κηρύττουν και να διεξάγουν θρησκευτικές λειτουργίες. 

Ως συνέπεια, η Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας κατέθεσε μήνυση σε επίπεδο του περιφερειακού δικαστηρίου, την οποία και κέρδισε. Το Δικαστήριο κατέστησε σαφές στα ευρήματά του ότι η κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει προσχήματα για να αποφύγει την εκ νέου καταχώρηση της Εκκλησίας. Ωστόσο, η κυβέρνηση απέφυγε τη συμμόρφωση με την εντολή του Δικαστηρίου και, μετά από δυο χρόνια δικαστικής διελκυστίνδας, η Εκκλησία έκανε παράκληση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το 2002, για να εισακουστεί η υπόθεση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διακρίσεων εκ μέρους του ρωσικού κράτους.

Συγκεκριμένα Στοιχεία του Δικαστηρίου

Όταν δικαίωσε την Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 9, η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας είναι ένα από τα θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας κατά την έννοια της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτό είναι, στη θρησκευτική του διάσταση, ένα από τα πιο ζωτικά στοιχεία που απαρτίζουν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψή τους για τη ζωή, αλλά είναι επίσης ένα πολύτιμο αγαθό για τους αθεϊστές, τους αγνωστικιστές, τους σκεπτικιστές και τους αδιάφορους. Από αυτό εξαρτάται ο θρησκευτικός πλουραλισμός που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη δημοκρατική κοινωνία, η οποία έχει σαφώς υπερισχύσει στο πέρασμα των αιώνων.

Αυτή η εκτεταμένη προσέγγιση είναι συνεπής με την εφαρμογή από το Δικαστήριο μιας βασικής πολιτικής ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε θέματα περί θρησκευτικής ελευθερίας – «η ανάγκη να διασφαλιστεί πραγματικός θρησκευτικός πλουραλισμός, που είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της έννοιας μιας δημοκρατικής κοινωνίας». Παρομοίως, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει τη σημασία του «θρησκευτικού πλουραλισμού, της ανοχής και της ανεκτικότητας, χωρίς τα οποία δεν πρόκειται να υπάρχει καμία δημοκρατική κοινωνία». Όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, αφού θρησκευτικές οντότητες υφίστανται με τη μορφή οργανωμένων δομών, «η αυτόνομη ύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι απαραίτητη για τον θρησκευτικό πλουραλισμό μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία και έτσι πρόκειται για ένα θέμα στο επίκεντρο της προστασίας την οποία το Άρθρο 9 παρέχει».

Στην απόφασή του το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι οι αρχές αυτές πρέπει να εφαρμόζονται στην Εκκλησία της Σαηεντολογίας και ότι αν η Εκκλησία της Σαηεντολογίας λάμβανε διαφορετική μεταχείριση από οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική κοινότητα, αυτό θα ανέτρεπε αυτή την πολιτική του «αληθινού θρησκευτικού πλουραλισμού» και θα προέκυπταν ως επακόλουθο αυθαιρεσίες και άδικη διάκριση. Στη συνέχεια το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το δικαίωμα των θρησκευτικών κοινοτήτων, όπως αυτή της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας, να είναι ελεύθερες από την αυθαίρετη παρέμβαση του κράτους.

Το Δικαστήριο κατέληξε στην τελική του απόφαση, δηλώνοντας τα εξής:

Εν όψει του ανωτέρου πορίσματος του Δικαστηρίου, ότι οι λόγοι που επικαλείται το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Μόσχας και οι οποίοι έχουν εγκριθεί από τα δικαστήρια της Μόσχας να αρνηθούν την εκ νέου καταχώρηση του αιτούντος παραρτήματος, δεν είχαν καμία νομική βάση, μπορεί να συναχθεί ότι οι αρχές της Μόσχας, αρνούμενες την καταχώρηση της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας της Μόσχας, δεν ενήργησαν καλόπιστα και παραμέλησαν το καθήκον τους ουδετερότητας και αμεροληψίας απέναντι στην αιτούσα θρησκευτική κοινότητα. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα του αιτούντος όσον αφορά την ελευθερία της θρησκείας και του συνεταιρίζεσθαι δεν ήταν δικαιολογημένη. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 11 της Σύμβασης όπως ερμηνεύεται ενόψει του Άρθρου 9.

Άλλες Αποφάσεις της ΕΣΔΑ Υπέρ της Σαηεντολογίας

Kimlya και Άλλοι εναντίον της Ρωσίας

Την 1η Οκτωβρίου 2009, άλλη μια απόφαση-ορόσημο για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας εκδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε μια υπόθεση της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας: Kimlya και Άλλοι εναντίον της Ρωσίας (Αιτήσεις 76836/01 και 32782/03). Το Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα υπέρ δύο θρησκευτικών ομάδων στη Ρωσία, κρίνοντας ότι έχουν το δικαίωμα να καταχωρηθούν ως θρησκευτικοί οργανισμοί, βάσει της ρωσικής νομοθεσίας. Η απόφαση καθόρισε ότι αυτές οι ομάδες και ιδρυτές της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας του Σουργκούτ και της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας του Νίζνεκαμσκ έχουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι σύμφωνα με τα Άρθρα 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στη λήψη της απόφασης αυτής, το Δικαστήριο «διαπίστωσε ότι οι αιτούντες δεν ήταν σε θέση να λάβουν την αναγνώριση και αποτελεσματική απόλαυση των δικαιωμάτων τους προς την ελευθερία της θρησκείας και του συνεταιρίζεσθαι, σε οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης. Ο πρώτος αιτών δεν μπορούσε να λάβει καταχώρηση της ομάδας της Σαηεντολογίας ως μια μη θρησκευτική νομική οντότητα, επειδή κρίθηκε από τις ρωσικές αρχές ότι είναι μια θρησκευτική κοινότητα. Οι αιτήσεις καταχώρησης ως θρησκευτική οργάνωση που υποβλήθηκαν από τον πρώτο και τον δεύτερο αιτούντα ως ιδρυτές των αντίστοιχων ομάδων τους και επίσης εκ μέρους του τρίτου αιτούντος, αμφισβητήθηκαν με γνώμονα την ανεπαρκή περίοδο ύπαρξης των ομάδων αυτών. Τέλος, η περιορισμένη θέση μιας θρησκευτικής ομάδας που κατείχε τα κατάλληλα προσόντα, και βάσει της οποίας υφίστατο η τρίτη αιτούσα ομάδα, δεν τους απέδωσε πρακτικά ή αποτελεσματικά οφέλη, καθώς μια τέτοια ομάδα είχε στερηθεί της νομικής της προσωπικότητας, των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας της και της νομικής της ικανότητας να προστατεύει τα συμφέροντα των μελών της και είχε επίσης παρεμποδιστεί έντονα στις θεμελιώδεις πτυχές των θρησκευτικών της λειτουργιών. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπήρξε παρέμβαση στα δικαιώματα των αιτούντων σύμφωνα με το Άρθρο 9 που ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του Άρθρου 11».

Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Αγίας Πετρούπολης και Άλλοι εναντίον της Ρωσίας

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επανεξέτασε την άρνηση της ρωσικής κυβέρνησης να καταχωρήσει μια θρησκευτική ομάδα της Σαηεντολογίας ως θρησκευτικό οργανισμό σύμφωνα με τον Θρησκευτικό Νόμο του 1997 στην υπόθεση Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Αγίας Πετρούπολης και Άλλων εναντίον της Ρωσίας (Αίτηση αρ. 47191/06). Η καταχώρηση της ομάδας της Σαηεντολογίας της Αγίας Πετρούπολης είχε αμφισβητηθεί σύμφωνα με τον Θρησκευτικό Νόμο, με την αιτιολογία ότι δεν υφίσταντο ως ομάδα για δεκαπέντε χρόνια πριν από την καταχώρηση, όπως απαιτεί ο Θρησκευτικός Νόμος του 1997.

Αναφερόμενο στην απόφασή του σχετικά με τις θρησκευτικές ομάδες της Σαηεντολογίας στην υπόθεση Kimlya, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι η περιορισμένη υπόσταση των θρησκευτικών ομάδων που δεν μπορούν να καταχωρηθούν σύμφωνα με τον Θρησκευτικό Νόμο του 1997 «δεν επέτρεψε στα μέλη μιας τέτοιας ομάδας να απολαμβάνουν αποτελεσματικά το δικαίωμά τους στην ελευθερία της θρησκείας, κάτι που καθιστά ένα τέτοιο δικαίωμα απατηλό και θεωρητικό παρά πρακτικό και αποτελεσματικό». Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άρνηση της ρωσικής κυβέρνησης να καταχωρήσει τη θρησκευτική ομάδα της Σαηεντολογίας ως θρησκευτικό οργανισμό αποτελεί παρέμβαση στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας που εγγυάται το Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του δικαιώματος προς την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, και το οποίο εγγυάται από το Άρθρο 11 της Σύμβασης αυτής.

Μαζί με την απόφαση για την Εκκλησία της Σαηεντολογίας της Μόσχας εναντίον της Ρωσίας, οι αποφάσεις αυτές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η θρησκεία της Σαηεντολογίας και οι θρησκευτικοί οργανισμοί της Σαηεντολογίας δικαιούνται τα ίδια δικαιώματα και προστασίες όπως και άλλες θρησκείες και θρησκευτικοί οργανισμοί, βάσει διεθνών συνθηκών περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οι Συμφωνίες του Ελσίνκι που υπογράφηκαν μεταξύ κρατών του ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), και το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα.

ΠΟΡΙΣΜΑ

Αυτές οι τρεις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που απαιτούν την καταχώρηση τεσσάρων θρησκευτικών ομάδων ως θρησκευτικούς οργανισμούς επαναβεβαιώνουν και καθορίζουν οριστικά αυτά που εμπειρογνώμονες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακαδημαϊκοί και πολυάριθμα εθνικά δικαστήρια έχουν ήδη διαπιστώσει: ότι η Εκκλησία της Σαηεντολογίας είναι μια θρησκευτική κοινότητα που δικαιούται το πλήρες φάσμα των ανθρωπίνων και θρησκευτικών δικαιωμάτων που αποδίδονται σε τέτοιους οργανισμούς. Κάθε απόπειρα από κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν μια Εκκλησία της Σαηεντολογίας με διαφορετικό τρόπο δεν μπορεί να αντικρουστεί με εξονυχιστική εξέταση.

Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις της ΕΣΔΑ αντιπροσωπεύουν που αφορούν την ελευθερία της θρησκείας σε όλη την Ευρώπη. Οι αποφάσεις έχουν αντίκτυπο στα θρησκευτικά δικαιώματα των θρησκειών υφιστάμενα και ενεργά και στα σαράντα επτά κράτη που υπόκεινται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ