Ι. Η ποικιλομορφία των θρησκειών και τα προβλήματα του ορισμού

I.I. Στοιχεια του Ορισμου τησ Θρησκειασ

Δεν υπάρχει ένας σαφής ορισμός της θρησκείας, που να είναι γενικά αποδεκτός από τους μελετητές. Ωστόσο, ανάμεσα στους πολλούς ορισμούς που έχουν προταθεί, υπάρχει ένας αριθμός από στοιχεία στα οποία συχνά προσφεύγουμε. Αυτά τα στοιχεία εμφανίζονται σε διάφορους συνδυασμούς. Σε αυτά περιλαμβάνονται:

(α) Πεποιθήσεις, πρακτικές, σχέσεις και θεσμοί που αφορούν:

1) υπερφυσικές δυνάμεις, όντα ή στόχους·

2) υψηλότερη αόρατη δύναμη ή δυνάμεις·

3) τον ανώτατο προβληματισμό του ανθρώπου·

4) ιερά πράγματα (πράγματα που διακρίνονται από τα υπόλοιπα και τα οποία είναι απαγορευμένα)·

5) ένα αντικείμενο πνευματικής αφοσίωσης·

6) έναν παράγοντα που ελέγχει το πεπρωμένο του ανθρώπου·

7) τη βάση της ύπαρξης·

8) μια πηγή υπερβατικής γνώσης και σοφίας·

(β) Πρακτικές που συνιστούν υπακοή, ευλάβεια ή λατρεία,

(γ) Ο μαζικός ή ομαδικός χαρακτήρας της θρησκευτικής ζωής.

Αν και οι αιτίες για την ύπαρξη της θρησκείας σπάνια συμπεριλαμβάνονται στους ορισμούς της, μερικές φορές υπονοείται «μια εμπειρική επαφή με το πνευματικό». Οι συνέπειες και λειτουργίες της θρησκείας καθορίζονται ως εξής:

(α) η διατήρηση μιας ηθικής κοινωνίας·

(β) ο καθορισμός της ταυτότητας της ομάδας ή του ατόμου (ή και των δύο)·

(γ) ένα πλαίσιο προσανατολισμού·

(δ) ένα σύμπαν νοημάτων δημιουργημένο από τον άνθρωπο·

(ε) καθησυχασμός και παρηγοριά με ελπίδες για βοήθεια και σωτηρία.

Η θρησκεία πάντα θέτει ένα πλαίσιο κανόνων, αλλά, αφού κάθε θρησκεία διαφέρει από τις άλλες, οι σύγχρονοι ειδικοί στη θρησκειολογική κοινωνιολογία και στη συγκριτική θρησκειολογία επιδιώκουν την εξέταση του πλαισίου κανόνων χωρίς οι ίδιοι να δεσμεύονται απ’ αυτό. Ωστόσο, είναι τόσο μεγάλη η ποικιλία των μορφών πίστεων, των τελετουργιών και της οργάνωσης, που οποιοσδήποτε ορισμός της θρησκείας αποδεικνύεται ανεπαρκής στην προσπάθειά μας να συμπεριλάβουμε όλες τις θρησκευτικές εκδηλώσεις που γνωρίζουμε.

Ι.ΙΙ. Η Αρχικη Χρηση τησ Εννοιασ

Κατά το παρελθόν, η έννοια της «θρησκείας» συχνά ταυτιζόταν με πραγματικά απτές εκδηλώσεις πίστης και πρακτικών στις δυτικές κοινωνίες. Εκτός από τους χριστιανούς, τους εβραίους και τους μουσουλμάνους, υπήρχε η ευρεία αντίληψη ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν είχαν κάποια θρησκεία με τη σωστή έννοια. Ήταν «άθεοι βάρβαροι». Όταν οι θεολόγοι χρησιμοποιούσαν τον όρο «θρησκεία», συνήθως εννοούσαν τον Χριστιανισμό και, στην Αγγλία, η αναφορά στον «Χριστιανισμό» συχνά ερμηνευόταν ως η πίστη που απέρρεε, συγκεκριμένα, από την Εκκλησία της Αγγλίας. Αυτή η περιορισμένη χρήση έχει υποχωρήσει σταθερά, καθώς περισσότερες πληροφορίες έχουν γίνει γνωστές για τα ανατολικά συστήματα πίστης και καθώς η μελέτη των θρησκειών υπερέβαινε τους στενούς περιορισμούς που θέτουν οι κανονισμοί της παραδοσιακής χριστιανικής θεολογίας. Η θρησκεία έχει γίνει αντικείμενο ακαδημαϊκών μελετών –ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες– οι οποίες προσεγγίζουν αυτό το αντικείμενο αμερόληπτα και ουδέτερα και χωρίς καμία προσκόλληση σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη θρησκεία ή χωρίς προτίμηση για κάποια, έναντι κάποιας άλλης.

I.III. Πολιτιστικη Προκαταληψη και ο Ορισμοσ τησ Θρησκειασ

Η υιοθέτηση, ωστόσο, μιας γενικής ουδετερότητας στη μελέτη της θρησκείας επιτεύχθηκε με αργούς, μόνο, ρυθμούς. Κάποιες σύγχρονες μελέτες στη συγκριτική θρησκειολογία εξακολουθούν να παρουσιάζουν εμφανείς προκαταλήψεις. Ακόμα και στις κοινωνικές επιστήμες, που είναι κατηγορηματικά αφοσιωμένες στην εξέταση χωρίς προκαταλήψεις, ορισμένες προκαταλήψεις διαφαίνονται σε εργασίες που έγιναν στα χρόνια του μεσοπολέμου. Συγκεκριμένα, συχνά γινόταν μια αβάσιμη υπόθεση ότι είχε συμβεί μια διαδικασία θρησκευτικής εξέλιξης, ανάλογης μ’ αυτήν της βιολογικής εξέλιξης, και ότι η θρησκεία των περισσότερο προηγμένων εθνών ήταν αναγκαστικά «υψηλότερου επιπέδου» απ’ αυτήν των άλλων λαών. Μερικοί (εμφανώς ο Σερ Τζέιμς Φρέιζερ) πίστευαν ότι η θρησκεία ήταν ένα εξελικτικό βήμα στον δρόμο από τη μαγεία προς την επιστήμη.

I.IV. Συγχρονη Χρηση

Σήμερα, οι κοινωνιολόγοι και όλο και περισσότεροι θεολόγοι χρησιμοποιούν την έννοια ως μια ουδέτερη έκφραση, χωρίς να υπονοούν πλέον ότι γίνονται αξιωματικά υποθέσεις σχετικά με την ανωτερότητα της αλήθειας μιας θρησκείας σε σχέση με μια άλλη. Δε θεωρείται πια αξίωμα ότι η πίστη σε μια θεότητα είναι αναγκαστικά μια υψηλότερη μορφή θρησκείας απ’ ό,τι η πίστη σε περισσότερες θεότητες ή σε καμία. Έχει αναγνωρισθεί ότι μια θρησκεία μπορεί να αξιώνει έναν ανθρωπομορφικό θεό, μια κάποια άλλης μορφής θεότητα, ένα υπέρτατο ον, μια πληθώρα πνευμάτων ή προγόνων, μια οικουμενική αρχή ή έναν οικουμενικό νόμο, ή κάποια άλλη έκφραση ανώτατης πεποίθησης. Μερικοί χριστιανοί θεολόγοι, όπως ο Μπούλτμαν, ο Τίλιχ, ο Βαν Μπιούρεν και ο Ρόμπινσον, έχουν εγκαταλείψει τις παραδοσιακές απεικονίσεις της θεότητας και προτιμούν να αναφέρονται στη «βάση της ύπαρξης» ή στην «ανώτερη ενασχόληση».

I.V. Προεκτασεισ της Εννοιασ

Καθώς οι ανθρωπολόγοι κατέληξαν στον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρο παράδειγμα μιας κοινωνίας που να μην έχει καμία μορφή υπερφυσικών πεποιθήσεων και θεσμών που να υποστηρίζουν τέτοιες πεποιθήσεις, συμπέραναν ότι, με την ευρύτερη έννοια του όρου, δεν υπήρχε κοινωνία χωρίς θρησκεία. Η έννοια της «θρησκείας» έφτασε να συμπεριλαμβάνει φαινόμενα περισσότερο συγγενικά παρά ταυτόσημα και η θρησκεία έπαψε να προσδιορίζεται με όρους που να αναφέρονται συγκεκριμένα σε μία ιδιαίτερη παράδοση. Τα ιδιαίτερα στοιχεία που παρέπεμπαν στον Χριστιανισμό και τα οποία παλαιότερα θεωρούνταν ως θεμελιώδη για τον ορισμό της θρησκείας, θεωρούνταν τώρα απλώς ως παραδείγματα για το τι θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ένας ορισμός της θρησκείας. Ο προσδιορισμός τέτοιων ιδιαίτερων στοιχείων αντικαταστάθηκε από πιο αφηρημένες διατυπώσεις, οι οποίες συμπεριλάμβαναν μια ποικιλία τύπων δοξασιών, πρακτικών και θεσμών οι οποίοι, αν και κάθε άλλο από ουσιαστικά ταυτόσημοι, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως λειτουργικά ισοδύναμοι. Κάθε κοινωνία θεωρήθηκε ότι είχε πεποιθήσεις οι οποίες, αν και διαφορετικές, ξεπερνούσαν τη γνωστή εμπειρική πραγματικότητα και είχαν πρακτικές σχεδιασμένες για να φέρουν τον άνθρωπο σε επαφή ή σε αρμονική σχέση με το υπερφυσικό. Στις περισσότερες κοινωνίες υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι αναλάμβαναν τις ειδικές λειτουργίες που σχετίζονταν μ’ αυτόν τον σκοπό. Μαζί, αυτά τα στοιχεία έφτασαν να αναγνωρίζονται ως αυτά που συνιστούν μια θρησκεία.

I.VI. Η Θρησκευτικη Ποικιλια στισ Απλεσ Κοινωνιεσ

Σε σχετικά μικρές φυλετικές κοινωνίες υπάρχουν συχνά τελετουργίες και μύθοι αξιοσημείωτης πολυπλοκότητας οι οποίοι πολλές φορές δε συνθέτουν ένα σταθερό, εσωτερικά ολοκληρωμένο και λογικά συνεπές σύστημα. Η θρησκεία υπόκειται σε αλλαγές και οι μύθοι και οι τελετουργίες εμπλουτίζονται καθώς μια κοινωνία βιώνει την επαφή με γειτονικούς λαούς ή εισβολείς. Διαφορετικές τελετουργίες και δοξασίες μπορεί να συνδέονται με διαφορετικές καταστάσεις (π.χ. για την πρόκληση βροχής, για την εξασφάλιση γονιμότητας της γης, των ζώων ή των γυναικών, την παροχή προστασίας, την ενίσχυση συμμαχιών, το βάπτισμα του πυρός για συγκεκριμένες ηλικίες ή άτομα κ.λπ.). Όλες αυτές οι δραστηριότητες απευθύνονται προς υπερφυσικούς παράγοντες (όπως κι αν αυτοί καθορίζονται) και αναγνωρίζονται από τους ακαδημαϊκούς ως θρησκευτικές.

I.VIΙ. Η Θρησκευτικη Ποικιλια σε Προηγμενεσ Κοινωνιεσ

Οι κώδικες της θρησκευτικής πίστης και πρακτικής, σε περισσότερο τεχνικά προηγμένες κοινωνίες, είναι γενικά πιο περίτεχνα διατυπωμένοι και παρουσιάζουν μεγαλύτερη εσωτερική συνάφεια και σταθερότητα, αλλά ακόμα και στα προηγμένα συστήματα παραμένουν στοιχεία ποικιλίας. Κανένα θεολογικό σύστημα ή σχηματοποίηση δοξασιών που αναφέρεται στο υπερφυσικό δεν παρουσιάζει απόλυτη ομοιογένεια, σε καμία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως θρησκείες. Πάντοτε υπάρχουν ανεξήγητα κατάλοιπα. Υπάρχουν επίσης κατάλοιπα παλαιοτέρων θρησκευτικών προσανατολισμών, όπως λαϊκά θρησκευτικά στοιχεία τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον γενικό πληθυσμό. Τα ιερά κείμενα όλων των κυριοτέρων θρησκειών φανερώνουν εσωτερικές αντιφάσεις και ασυνέπειες. Από αυτές, καθώς και από άλλες πηγές, προκύπτουν διαφορές μεταξύ των θρησκειολόγων, οι οποίοι ασπάζονται διαφορετικά και, μερικές φορές, ασυμβίβαστα μεταξύ τους ερμηνευτικά σχήματα και επεξηγηματικές αρχές, τα οποία τροφοδοτούν διαφορετικές παραδόσεις ακόμα και μέσα σ’ αυτό που ευρέως αναγνωρίζεται ως ορθοδοξία.

I.VIII. Η Αναπτυξη του Θρησκευτικου Πλουραλισμου

Σε ανεπτυγμένες κοινωνίες, η σκόπιμη και συνειδητή απόσχιση από την καθιερωμένη πίστη πρέπει να θεωρείται ως φυσιολογικό φαινόμενο. Οι χριστιανοί, οι εβραίοι και οι μουσουλμάνοι διαιρούνται, όχι μόνο μέσα στα πλαίσια της καθιερωμένης πίστης, αλλά και από ομάδες που έχουν αποσχιστεί και οι οποίες απορρίπτουν κάθε μορφή καθιερωμένης πίστης και οι οποίες ακολουθούν ένα διαφορετικό σχήμα θρησκευτικής πρακτικής (ή απορρίπτουν τη θρησκεία στο σύνολό της). Το σχίσμα είναι πιο καταφανές σε τομείς στους οποίους επικρατεί θρησκευτική αποκλειστικότητα, δηλαδή, σε τομείς όπου το άτομο είναι υποχρεωμένο, εάν ακολουθεί μια θρησκεία, να αποτάξει όλες τις άλλες· ένα σχήμα αφοσίωσης που απαιτείται έντονα στις ιουδαιο-χριστιανο-ισλαμικές παραδόσεις. Καθώς οι κρατικές κυβερνήσεις έχουν παύσει να επιτάσσουν συγκεκριμένες μορφές θρησκείας, τα αποσχισμένα θρησκευτικά σύνολα χαίρουν τόσο ανοχής όσο και ορισμένων γενικών θρησκευτικών προνομίων σε ευρωπαϊκές χώρες· σε πολλές περιπτώσεις, έχουν φτάσει να απολαμβάνουν και τη συνταγματική ελευθερία της ανεξιθρησκίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κατάσταση κατά την οποία σήμερα υπάρχει μεγάλος αριθμός θρησκευτικών δογμάτων που λειτουργούν παράλληλα είναι γνωστή ως «θρησκευτικός πλουραλισμός».

I.IX. Κανονιστικεσ και Ουδετερεσ Προσεγγισεισ στη Θρησκεια

Μια θρησκεία, τυπικά, παρουσιάζει ορισμένες ιστορίες (μύθους) και ζητήματα που αφορούν το υπερφυσικό και τα οποία αναμένεται να κάνουν τον άνθρωπο να πιστέψει σε κάτι. Μια θρησκεία, επίσης, επιτάσσει την εκτέλεση τελετουργιών. Συντηρεί θεσμούς (με την ευρύτερη έννοια της ρύθμισης των σχέσεων, είτε σε θεμελιώδες προσωπικό επίπεδο ή ως ένα πολύπλοκο σύστημα συμπεριφοράς, διαδικασιών και διατήρησης ιδιοκτησίας). Καθορίζει, επίσης, μερικές φορές, κανόνες ηθικής συμπεριφοράς, αν και η αυστηρότητα τέτοιων καθορισμών και το πόσο δεσμευτική είναι η συμφωνία σχετικά με την ηθική ποικίλουν αξιοσημείωτα. Ωστόσο, το ελάχιστο που κάνει η θρησκεία είναι να καθορίζει υποχρεώσεις και για όσους συμμορφώνονται να υπόσχεται ανταμοιβή με τη μορφή υπερφυσικά παρεχόμενων προνομίων. Η θρησκεία συνιστά ένα κανονιστικό σύστημα. Οι καθηγητές θρησκειολογίας («θεολόγοι» στον Χριστιανισμό, αν και ο όρος είναι ακατάλληλος για μερικές άλλες θρησκείες) αναγκαία υποστηρίζουν και επιβάλλουν αυτούς τους κανόνες. Αντιθέτως, οι κοινωνικοί επιστήμονες αντιμετωπίζουν απλώς ως γεγονότα τις αξίες που μια θρησκεία περιγράφει, χωρίς να επικυρώνουν αλλά ούτε και να αρνούνται την εγκυρότητα ή την αξία τους. Αυτή η προσέγγιση μοιάζει με εκείνες τις διατυπώσεις του νόμου οι οποίες δηλώνουν ότι ο νόμος δε μεροληπτεί υπέρ καμίας θρησκείας. Επειδή η θρησκεία μπορεί και καθορίζει τη συμπεριφορά και, από διανοητικής άποψης, έχει υπάρξει κυρίως πεδίο των θεολόγων, υπάρχει σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες μια παράδοση λόγιας γλώσσας περί θρησκείας, η οποία φέρει τον καθοριστικό για τη συμπεριφορά χαρακτήρα της θρησκευτικής αφοσίωσης. Κρίνεται σημαντικό εδώ να αποφύγουμε κάθε υπονοούμενο προτίμησης προς κάποιες αξίες που υπάρχουν σε μια τέτοια γλώσσα και να υιοθετήσουμε την ουδέτερη ορολογία των κοινωνικών επιστημών, ενώ παράλληλα επιδιώκουμε τη διατήρηση μιας κατάλληλης ευαισθησίας απέναντι σε όσους ασχολούνται ενεργά με τη θρησκεία.

Συνεπώς, αν είναι να εξετάσουμε τις διάφορες θρησκείες ισότιμα, καθίσταται αναγκαίο να υιοθετήσουμε αφηρημένους όρους στους ορισμούς μας για να συμπεριλάβουμε όλη την ποικιλία των θρησκευτικών φαινομένων.

Ι.Χ. «Δανειο» Ονοματολογιασ

Οι παλαιότεροι ορισμοί και οι περιγραφές των θεμελιωδών στοιχείων της θρησκείας συχνά χρησιμοποιούσαν όρους δανεισμένους από τις θρησκευτικές παραδόσεις εκείνων που διατύπωναν αυτούς τους ορισμούς και τις περιγραφές. Έχει πλέον αναγνωριστεί ότι η χρήση όρων που είναι ιδιαίτεροι σε μια θρησκεία διαστρεβλώνει την εικόνα των άλλων θρησκειών και μπορεί συχνά να οδηγεί σε λανθασμένες υποθέσεις. Οι έννοιες που εξελίσσονται μέσα σε μια πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση ερμηνεύουν λανθασμένα τα λειτουργικώς ταυτόσημα, αλλά επισήμως ξεχωριστά στοιχεία μιας άλλης θρησκευτικής παράδοσης. Παραδείγματα τέτοιας ακατάλληλης χρήσης περιλαμβάνουν αναφορές στη «βουδιστική εκκλησία», το «μουσουλμανικό ιερατείο» ή, όταν γίνεται αναφορά στην Αγία Τριάδα, στους «θεούς του Χριστιανισμού». Παρομοίως, αν και υπάρχουν εκδηλώσεις ευλάβειας, υπακοής, προσήλωσης ή αφοσίωσης σε όλες τις προηγμένες θρησκείες, οι σχολιαστές δεν τις αναγνωρίζουν πάντα ως μορφές λατρείας, διότι, κατά τη χρήση του στη Δύση, αυτός ο όρος έχει φορτιστεί αρκετά με χριστιανικές προκαταλήψεις και επιταγές που αφορούν συγκεκριμένες συμπεριφορές και ενέργειες. Για παράδειγμα, το λειτουργικό ισοδύναμο της χριστιανικής λατρείας, σχετικά με τον καθορισμό των αντιλήψεων των πιστών, υπάρχει και στον Βουδισμό, αλλά έχει διαφορετική μορφή και συνήθως περιγράφεται με άλλους όρους. Συνεπώς, αν είναι να εξετάσουμε τις διάφορες θρησκείες ισότιμα, καθίσταται αναγκαίο να υιοθετήσουμε αφηρημένους όρους στους ορισμούς μας για να συμπεριλάβουμε όλη την ποικιλία των θρησκευτικών φαινομένων.

I.XI. Η Ενδογενησ Ανεπαρκεια της Αφηρημενησ
ή της Αντικειμενικησ Αναλυσησ

Αυτή η χρήση αφηρημένης γλώσσας, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως «κλινική», με την έννοια ότι δεν έχει προσμείξεις από τις ιδιαίτερες παραδόσεις οποιασδήποτε μεμονωμένης θρησκείας, αναγκαστικά δεν καταφέρνει να περιγράψει την έννοια όλων των λεπτών ιδιοτήτων οποιασδήποτε συγκεκριμένης πίστης, αλλά είναι αναγκαία αν θέλουμε να επιτύχουμε μια αποτίμηση. Δε θα εξαντλήσει ούτε τις γνωστικές ούτε τις συναισθηματικές όψεις της πίστης, της τελετουργίας, του συμβολισμού και των θεσμών. Αυτή η προσέγγιση από τις κοινωνικές επιστήμες επιτρέπει την αντικειμενική σύγκριση και εξήγηση, αλλά δε μεταδίδει όλη την ουσία του εσωτερικού νοήματος ή της συναισθηματικής έλξης που ασκεί μια θρησκεία προς τους πιστούς της, ούτε και προσποιείται ότι το κάνει αυτό.

II. Τα Διακριτικά Στοιχεία της Θρησκείας
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ