IV. Η Θρησκευτική Γλώσσα και η Εξέλιξη της Χριστιανικής Θεολογίας

IV.I. Η Εξελιξη των Θρησκευτικων Ιδεων

Η περίπτωση του Ταοϊσμού απεικονίζει το γεγονός ότι οι θρησκείες δεν προκύπτουν πλήρως ολοκληρωμένες ως συστήματα πίστης, άσκησης και οργάνωσης. Υπόκεινται διαδικασίες εξέλιξης ως προς όλες αυτές τις απόψεις, μερικές φορές φτάνοντας να συμπεριλάβουν στοιχεία εντελώς αντιφατικά σε σχέση με παλαιότερες απόψεις. Για παράδειγμα, επί δεκαετίες, κάποιοι επίσκοποι της Εκκλησίας της Αγγλίας διαχωρίζουν ανοιχτά τη θέση τους από την πίστη σε κεντρικά δόγματα πίστης, όπως η άμωμος σύλληψη, η ανάσταση του Ιησού και η δευτέρα παρουσία. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι η αλλαγή των αντιλήψεων περί Θεού, όπως αυτή παρατηρείται στις ιουδαιο-χριστιανικές γραφές, από τη φυλετική θεότητα των αρχαίων Ισραηλιτών σε ένα πολύ πιο πνευματικό και οικουμενικό ον στις γραφές των μεταγενέστερων προφητών και στην Καινή Διαθήκη. Ο συμβιβασμός μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων περί θεότητας έχει προκαλέσει διαφωνίες εντός και μεταξύ Εκκλησιών και κινημάτων στον Χριστιανισμό και οι θεμελιώδεις υποθέσεις συνεχίζουν σταθερά να αλλάζουν κατά την ιστορία του Χριστιανισμού. Θεμελιώδεις αλλαγές σχετικά με την έννοια του Θεού του Χριστιανισμού συμβαίνουν ακόμα και σήμερα.

IV.II. Προσφατη Θεολογικη εκ νεου Αποτιμιση του Θεου

Ένα τέτοιο σημαντικό ιδεολογικό ρεύμα που έχει σημαντικές συνέπειες για την κατάσταση του Χριστιανισμού, και το οποίο έχει κάποια σχέση με τα παρόντα θέματα, είναι η ευρέως διατυπωμένη αντίκρουση της αντίληψης ότι μπορεί να υπάρχει ένα υπέρτατο ον σαν κι αυτό που παραδοσιακά υποστηρίζεται από τη χριστιανική Εκκλησία. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα, που προωθείται από μερικούς από τους πιο διακεκριμένους θεολόγους, προέρχεται, κυρίως από τα γραπτά του Ντίτριχ Μπονχέφερ και του Παούλ Τίλιχ. Για τους σκοπούς του παρόντος, μπορεί το καλύτερο παράδειγμα για το ρεύμα αυτό να αποτελεί η πιο δημοφιλής και σημαίνουσα έκφρασή του. Το 1963 ο τότε (Αγγλικανός) Επίσκοπος του Γούλγουιτς, Τζ. Α. Τ. Ρόμπινσον, συνόψισε αυτό το ρεύμα θεολογικής σκέψης στο μπεστ σέλερ του, Honest to God (Ειλικρινής Απέναντι στον Θεό). Ο Επίσκοπος έθεσε τα επιχειρήματα για την εγκατάλειψη της ιδέας του Θεού ως ένα προσωπικό ον που υπάρχει «εκεί έξω» και αμφισβήτησε την όλη ιδέα του «χριστιανικού θεϊσμού».

IV.III. Αποδειξεισ για τον Χριστιανικο Αθεϊσμο – Ρομπινσον

Τα ακόλουθα αποσπάσματα αποκαλύπτουν τον βαθμό στον οποίο ο Επίσκοπος και οι συνεργάτες του απομακρύνθηκαν από τα παραδοσιακά αξιώματα σχετικά με τον μονοθεϊσμό, όπως αυτός διατυπώνεται τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από τον νόμο.

Ο Επίσκοπος παρέθεσε Μπονχέφερ για να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του, ως εξής:

Ο άνθρωπος έχει μάθει να τα βγάζει πέρα με όλα τα σημαντικά θέματα χωρίς να προσφεύγει στον Θεό ως μια λειτουργική υπόθεση. Σε ζητήματα που αφορούν την επιστήμη, την τέχνη, ακόμα και την ηθική, αυτό είναι πλέον κοινός τόπος, κατά του οποίου σπάνια κανείς τολμά να βάλει. Αλλά τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια αυτό ισχύει ολοένα και περισσότερο και για θρησκευτικά ερωτήματα: αρχίζει να γίνεται φανερό ότι όλα συνεχίζονται κανονικά όπως και πριν, ακόμα και χωρίς την ύπαρξη ενός «Θεού». (σελ. 36)

Από τον Τίλιχ ο Επίσκοπος παραθέτει τα ακόλουθα:

...θα πρέπει να ξεχάσετε καθετί παραδοσιακό που έχετε μάθει για τον Θεό, ίσως ακόμα και την ίδια τη λέξη. (σελ. 47)

Στα οποία ο Επίσκοπος προσθέτει:

Όταν ο Τίλιχ μιλά για τον Θεό «σε βάθος», δε μιλά καθόλου για κάποιο άλλο Ον. Μιλά για «το άπειρο και ανεξάντλητο βάθος και θεμέλιο όλης της ύπαρξης...». (σελ. 46)

Ο ίδιος ο Επίσκοπος λέει:

...όπως λέει (ο Τίλιχ), ο θεϊσμός, όπως αυτός γίνεται ευρέως κατανοητός, «έχει κάνει τον Θεό ένα επουράνιο, απολύτως τέλειο άτομο που εποπτεύει όλο τον κόσμο και την ανθρωπότητα». (σελ. 39)... Είμαι πεπεισμένος ότι ο Τίλιχ έχει δίκιο όταν λέει ότι η διαμαρτυρία του αθεϊσμού ενάντια σ’ ένα τέτοιο ανώτατο άτομο είναι σωστή. (σελ. 41)

Ο Επίσκοπος παραθέτει αποσπάσματα από τον κοσμικό συγγραφέα θεολογίας, Τζον Ρεν-Λιούις, εκφράζοντας την επιδοκιμασία του:

Δεν είναι απλώς το ότι ο Γέρος στον Ουρανό είναι απλώς ένα μυθολογικό σύμβολο για την Άπειρη Διάνοια πίσω από τα παρασκήνια, ούτε ακόμα και το ότι αυτό το Ον είναι περισσότερο καλοπροαίρετο παρά τρομακτικό: η αλήθεια είναι ότι όλος αυτός ο τρόπος σκέψης είναι λανθασμένος, και, αν ένα τέτοιο Ον όντως υπήρχε, θα ήταν ο διάβολος ο ίδιος. (σελ. 42-43)

Ενισχύοντας αυτό το σημείο, ο Επίσκοπος λέει:

Στο τέλος δε θα μπορούμε να πείσουμε τους ανθρώπους για την ύπαρξη ενός Θεού «εκεί έξω», τον οποίο θα επικαλούνται για να διαφεντεύει τη ζωή τους, περισσότερο απ’ όσο θα τους πείθαμε να πάρουν στα σοβαρά τους θεούς του Ολύμπου. (σελ. 43) ...όταν λέμε ότι «ο Θεός είναι προσωπικός» είναι σαν να λέμε ότι η προσωπικότητα έχει την υπέρτατη σημασία στη σύσταση του σύμπαντος, ότι με τις διαπροσωπικές σχέσεις αγγίζουμε το τελικό νόημα της ύπαρξης, όπως πουθενά αλλού. (σελ. 48-49)

Κάνοντας, όπως συνηθίζουν οι θεολόγοι, μια διάκριση μεταξύ της πραγματικότητας και της ύπαρξης, ο Επίσκοπος υποστήριζε ότι ο Θεός είναι απόλυτα πραγματικός, αλλά ότι δεν υπάρχει, αφού το να υπάρχει κανείς σημαίνει να έχει όρια ως προς τον χώρο και τον χρόνο, αφού αποτελεί μέρος του σύμπαντος.

IV.IV. Αποδειξη του Χριστιανικου Αθεϊσμου – Βαν Μπιουρεν

Την ίδια χρονιά, το 1963, ο Πολ Βαν Μπιούρεν, ένας αμερικανός θεολόγος, έγραψε την Κοσμική Σημασία του Ευαγγελίου, όπου επίσης περιγραφόταν η αντίληψη του Μπονχέφερ για την «αθρησκεία του Χριστιανισμού», δηλαδή για το ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Ακόμη πιο έντονα από τον Ρόμπινσον, ο Βαν Μπιούρεν απαιτούσε ο Χριστιανισμός να μη θεωρείται πλέον, με καμία έννοια, ως συνδεόμενος με μια πίστη προς τον Θεό. Πρότεινε να εξαλειφθεί κάθε θεολογική αναφορά στον Θεό. Υποστήριζε ότι: «...ο απλός κυριολεκτικός θεϊσμός είναι λανθασμένος και ο κατά συνθήκη κυριολεκτικός θεϊσμός στερείται νοήματος». (σελ. 100) Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει να υποστηρίζει την ανθρωπιά του ανθρώπου, του Ιησού, «...με το θέμα της ιερότητάς του να είναι αμφιλεγόμενο». Χριστιανικός αθεϊσμός ήταν το όνομα που δόθηκε στη θεολογία που υποστήριξε ο Βαν Μπιούρεν. Τα Ευαγγέλια δεν είχαν να κάνουν με τον Θεό, είχαν να κάνουν με τον Ιησού και ο Ιησούς θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως άνθρωπος. Έτσι, κάθε ισχυρισμός ότι ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία που συνδέεται με ένα υπέρτατο ον εγκαταλείφθηκε από τον Καθηγητή Βαν Μπιούρεν, ακριβώς όπως τέτοιοι ισχυρισμοί εγκαταλείφθηκαν και από τους θεολόγους που ήταν σύγχρονοι της σχολής περί «Θανάτου του Θεού», πράγμα που αντιπροσώπευε άλλο ένα ρεύμα στη θεολογική σκέψη.

IV.V. Η εκ νεου Αποτιμηση του Ιησου

Η επανερμηνεία της Καινής Διαθήκης και του Ιησού βρισκόταν επίσης σε εξέλιξη στους θεολογικούς κύκλους, ασφαλώς από την εποχή του Αλμπέρ Σβάιτζερ, ο οποίος, το 1906, δημοσίευσε μια εργασία της οποίας ο τίτλος μεταφράστηκε ως Η Αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού. Ο Σβάιτζερ αποκάλυψε ότι ο Ιησούς ήταν ένας Εβραίος προφήτης με κάπως άστοχες ιδέες και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, ένα πλάσμα της εποχής του. Μια πιο ριζοσπαστική διαδικασία κριτικής «απομυθοποίησης» πραγματοποιήθηκε από τον Ρούντολφ Μπούλτμαν, ο οποίος, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940, έδειξε πόσο ολοκληρωτικά υπόκειντο τα Ευαγγέλια στους μύθους που επικρατούσαν την εποχή που αυτά γράφτηκαν. Στη συνέχεια, επέδειξε πώς ελάχιστες από τις έννοιες που χρησιμοποιούνται στα Ευαγγέλια θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τον άνθρωπο του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Μπούλτμαν επεδίωξε να διατηρήσει ένα μήνυμα για την ανθρωπότητα από την Καινή Διαθήκη, σε μεγάλο βαθμό με γνώμονα τη Γερμανική υπαρξιστική φιλοσοφία. Ο Χριστιανισμός έγινε οδηγός για την ηθική ζωή του ατόμου, αλλά δεν ήταν πλέον αξιόπιστος ως ένα σύνολο διδασκαλίας για τη δημιουργία του Θεού ή τη διακυβέρνηση του κόσμου απ’ αυτόν. Ο συνεχιζόμενος αντίκτυπος του έργου του Μπούλτμαν θα προκαλούσε νέες αμφιβολίες για τον παραδοσιακό ισχυρισμό ότι ο Ιησούς ήταν ο Θεός ενσαρκωμένος. Και πλέον σκιαζόταν με αμφιβολία ολόκληρη η χριστολογική διδασκαλία της Εκκλησίας. Η ιστορική σχετικότητα αυτής της προσέγγισης βρήκε ανανεωμένη έκφραση σε ένα έργο με τίτλο Ο Μύθος της Ενσάρκωσης του Θεού (επιμέλεια του Καθηγητή Τζον Χικ), που δημοσιεύτηκε το 1977, στο οποίο ένα πλήθος από τους πλέον διακεκριμένους από τους Αγγλικανούς θεολόγους αμφισβητούσαν την παραδοσιακή αντίληψη της Δ′ Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα σχετικά με τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, τον Ιησού. Οι σύγχρονοι θεολόγοι το έβρισκαν δύσκολο να πιστέψουν ότι ο Θεός είχε γίνει άνθρωπος με τον τρόπο με τον οποίο η χριστιανική διδασκαλία επικύρωνε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαπέντε αιώνων.

IV.VI. Ο Χριστιανισμοσ Δηλωνει οτι δεν Αποτελει Θρησκεια

Αυτά τα διάφορα ρεύματα θεολογικής επιχειρηματολογίας –η θεωρούμενη απόρριψη της έννοιας ενός προσωπικού Θεού, η εγκατάλειψη του θεϊσμού, η νέα έμφαση στη σχετικότητα της Βίβλου και η πρόκληση απέναντι στις αποδεκτές έννοιες της φύσης του Χριστού και τη σχέση του με την ουσία του Θεού– οδηγούν, στο σύνολό τους, σε μια σοβαρή απόκλιση από αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως χριστιανική πίστη. Ο Χριστιανισμός που, για τόσο καιρό αποτελούσε το έμμεσο πρότυπο στην Ευρώπη για την αντίληψη του τι αναμενόταν να είναι μια θρησκεία, δήλωνε τώρα ότι δεν αποτελεί θρησκεία. Έτσι, τα κριτήρια με τα οποία η θρησκεία οριζόταν μέχρι τώρα ετίθεντο υπό αμφισβήτηση.

V. Οι Κοινωνικές και Ηθικές Λειτουργίες της Θρησκείας
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ