VI. Ηθικά Ουδέτεροι Ορισμοί

Παρόλο που η ίδια η θρησκεία θέτει πάντοτε κανόνες, αφού κάθε θρησκεία διαφέρει από τις άλλες, οι σύγχρονοι ειδικοί για τις θρησκευτικές σπουδές (ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι και συγκριτικοί θρησκειολόγοι) επιδιώκουν να συζητήσουν το θέμα των κανόνων, χωρίς αυτοί οι ίδιοι να δεσμεύονται από αυτούς. Οι σύγχρονοι ειδήμονες επιδιώκουν να διατηρήσουν αντικειμενικότητα και ηθική ουδετερότητα. Η ανάπτυξη, όμως, μιας επισταμένης ουδετερότητας κατά τη μελέτη των θρησκειών έχει επιτευχθεί με αργούς μόνο ρυθμούς. Κάποιες σύγχρονες μελέτες στη συγκριτική θρησκειολογία εκδηλώνουν ακόμη ενδείξεις προκατάληψης. Ακόμη και στις κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες είναι ρητά δεσμευμένες να διερευνώνται ελεύθερα, κάποιες προκαταλήψεις είναι φανερές σε εργασίες που έγιναν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Συγκεκριμένα, πολλές φορές είχε υποτεθεί χωρίς λόγο ότι η πορεία της θρησκευτικής αλλαγής ήταν ανάλογη με τη διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης και ότι η θρησκεία των πιο προηγμένων εθνών ήταν οπωσδήποτε «ανώτερη» από τη θρησκεία των άλλων λαών. Αυτή η υπόθεση έγινε εύκολα αποδεκτή από τους χριστιανούς ειδήμονες. Άλλοι (εμφανώς ο Σερ Τζέιμς Φρέιζερ) πίστευαν ότι η θρησκεία είναι ένα εξελικτικό βήμα στον δρόμο από τη μαγεία προς την επιστήμη.

Σήμερα, δεν υιοθετείται πια από τους ειδήμονες ότι η πίστη σε μια θεότητα είναι κατά κάποιον τρόπο μια ανώτερη μορφή θρησκείας από την πίστη σε διάφορες θεότητες ή σε καμία. Αναγνωρίζεται ότι μπορεί μια θρησκεία να πιστεύει στην ύπαρξη ενός ανθρωπομορφικού θεού, κάποιας άλλης μορφής θεότητας, ενός Υπέρτατου Όντος, μιας πληθώρας πνευμάτων ή προγόνων, μιας οικουμενικής αρχής ή ενός οικουμενικού νόμου ή κάποιας άλλης έκφρασης για την απόλυτη πίστη, όπως «η βασική αιτία της ύπαρξης». Το γεγονός ότι οι θρησκευτικές έννοιες είναι πιθανόν να είναι πιο αφηρημένες σε πολιτισμούς και συνθήκες που διανοητικά έχουν περισσότερο εξελιχθεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογία για τον ορισμό αυτών των θρησκειών ως «ανώτερων».

Καθώς οι ειδήμονες αποκτούσαν επίγνωση της εμπειρικής ποικιλομορφίας της θρησκείας σε διαφορετικές κοινωνίες, η άποψή τους για το τι αποτελούσε θρησκεία έπρεπε να αλλάξει και να περιστρέφεται ολοένα και περισσότερο σε φαινόμενα που έχουν μεγάλη ομοιότητα παρά κοινή ταυτότητα και τα οποία φανέρωναν ομοιότητες στα πρότυπα συμπεριφοράς παρά ταυτότητα της πραγματικής ουσίας. Η συνειδητοποίηση αυτή έκανε αντιληπτό ότι η θρησκεία δε θα μπορούσε να οριστεί με γνώμονα μια συγκεκριμένη παράδοση. Έτσι, τα συγκεκριμένα θέματα που έχουν σχέση με τον Χριστιανισμό και τα οποία, σε προηγούμενο στάδιο, θεωρήθηκαν ως θεμελιώδη για τον ορισμό της θρησκείας, τώρα θεωρούνταν ότι αποτελούσαν μόνο μερικά παραδείγματα γενικότερων κατηγοριών τις οποίες θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ένας τέτοιος ορισμός. Η λεπτομερής περιγραφή τέτοιων συγκεκριμένων θεμάτων αντικαταστάθηκε από περισσότερο αφηρημένες διατυπώσεις οι οποίες περιελάμβαναν ποικιλία τύπων δοξασιών, πρακτικών και θεσμών, πράγματα που, αν και απέχουν από το να είναι εγγενώς ταυτόσημα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως λειτουργικά ισοδύναμα. Από τη στιγμή που αναπτύχθηκε μια τέτοια ιδέα, έγινε αντιληπτό ότι σε κάθε κοινωνία υπήρχαν δοξασίες που υπερέβαιναν τη γνωστή εμπειρική πραγματικότητα και υπήρχαν πρακτικές που είχαν σχεδιαστεί για να φέρουν τους ανθρώπους σε επαφή ή ψυχοσυναισθηματική ταύτιση με το υπερφυσικό. Στις περισσότερες κοινωνίες υπήρχαν και άτομα που ανέλαβαν τις ειδικές λειτουργίες που σχετίζονται μ’ αυτόν τον στόχο. Μαζί, αυτά τα στοιχεία κατέληξαν να αναγνωριστούν ως πράγματα που συνιστούν θρησκεία, ανεξάρτητα από την ουσία των δοξασιών, τη φύση των πρακτικών που διενεργούνται ή την επίσημη θέση που κατέχουν οι αξιωματούχοι στις υπηρεσίες τους.

VII. Η Εσωτερική Συνοχή της Πίστης και της Πρακτικής
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ