Ο ρόλος της ηθικής διδαχής στον παραδοσιακό Χριστιανισμό βρίσκεται σε μεγάλη αντίθεση με αυτό που βρέθηκε σε άλλες μεγάλες θρησκείες. Ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα των ηθικών προσταγών περιλαμβάνεται ένας λεπτομερής κώδικας απαγορεύσεων, η παραβίαση των οποίων αποτελεί αμαρτία. Οι βασικές εντολές του πρώιμου Ιουδαϊσμού, οι οποίες έχουν σχέση με σημαντικά αδικήματα που είναι κοινά σε πολλές θρησκευτικές παραδόσεις, έχουν ενισχυθεί στον Χριστιανισμό με απαιτητικές προσταγές ενός πιο λεπτομερούς χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη σεξουαλικότητα, και αυτό έγινε τόσο από τον Ιησού όσο και από τον Παύλο. Υπήρχαν επίσης και συμβουλές για τελειότητα ενός ίσως ανέφικτου είδους («Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι» και, πιο συγκεκριμένα, εντολές να αγαπάμε τους εχθρούς μας, να συγχωρούμε «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», να στρέφουμε «καὶ τὴν ἄλλην (σιαγόνα)», «Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον» κ.λπ.). Η έννοια της αμαρτίας έγινε κεντρικό ζήτημα στον χριστιανικό ηθικό κώδικα. Ο άνθρωπος θεωρήθηκε ότι είναι από τη φύση του αμαρτωλός και ότι οι περισσότερές του φυσικές επιθυμίες, η αναζήτησή του για ικανοποίηση, εκπλήρωση, απόλαυση, ακόμη και για τη βελτίωση της δικής του ζωής σε αυτόν τον κόσμο, έπρεπε να θεωρηθεί ότι είναι αμαρτωλές ή ότι οδηγούν στην αμαρτία. Από την αμαρτία, που είναι έμφυτη στον άνθρωπο, μόνο η υποδειγματική αρετή και η θυσία του Χριστού, η οποία ξεπερνά τα όρια του ανθρώπου, θα μπορούσε να τον λυτρώσει. Θα είχε επομένως ένα τέτοιο χρέος προς τον Χριστό που, ό,τι κι αν έκανε, δε θα μπορούσε να τον ξεπληρώσει σωστά. Ως αμαρτωλός, ακόμη κι αν είχε μετανοήσει, ακόμη κι αν είχε λυτρωθεί από τον Χριστό, θα μετέφερε μόνιμα το βάρος της ενοχής. Η ενοχή πράγματι ήταν ο μηχανισμός που διατήρησε ολόκληρο το σύστημα ηθικής. Ο θεσμός τής κατ’ ιδίαν εξομολόγησης, η ανάπτυξη μιας λεπτομερούς διαδικασίας για την επιβολή κυρώσεων και, αργότερα, η μεσαιωνική ανάπτυξη της έννοιας του Καθαρτηρίου αποτελούν απόδειξη της σοβαρότητας με την οποία η Εκκλησία έβλεπε την αμαρτία και της έκτασης που έλαβε για να ενσταλάξει αισθήματα ενοχής. Οι σπασμωδικές εκρήξεις της αυτομαστίγωσης κατά τον Μεσαίωνα δείχνουν πόσο πολύ είχε διεισδύσει το αίσθημα ενοχής στη συνείδηση των πιο θρησκευόμενων ανάμεσα στους πιστούς. Ακόμη και σήμερα η αυτομαστίγωση δεν είναι καθόλου άγνωστη σε ορισμένες οργανώσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ωστόσο, η Καθολική Εκκλησία, διακηρύσσοντας την εναντίωσή της προς την αμαρτία, αναγνωρίζει και την έμφυτη αδυναμία του ανθρώπινου γένους και της επιτρέπει να διορθωθεί με τον θεσμό της εξομολόγησης, που λειτουργούσε ως μέσο για να μετριάσει σε κάποιο βαθμό την ενοχή. Αντιθέτως, ο Προτεσταντισμός απέρριψε αυτόν τον μηχανισμό ανακούφισης των αισθημάτων ενοχής, γενόμενος, και μάλιστα σύμφωνα με τη καλβινιστική έκφραση, ένα πιο καταπιεστικό σύστημα, το οποίο απαιτούσε
Μόνο κατά τον 19ο αιώνα άρχισε να υποχωρεί σημαντικά η εμμονή του Χριστιανισμού με την αμαρτία. Σταθερά κατά το πέρασμα αυτού του αιώνα το ενδιαφέρον του Χριστιανισμού με την Κόλαση και την καταδίκη υποχώρησε, αλλά, αυτή τη φορά, η κοσμική ηθική και η απαίτηση για κοινωνική αξιοπρέπεια είχε αποκτήσει μια αυτόνομη επιρροή στη δημόσια ζωή. Κατά τον εικοστό αιώνα η αυστηρότητα των ηθικών απαιτήσεων της προηγούμενης χρονικής περιόδου μειωνόταν σταθερά μέχρι τη δεκαετία του 1960, όπου οι προγενέστεροι ηθικοί περιορισμοί, ιδιαίτερα στον τομέα της σεξουαλικής συμπεριφοράς, έδωσαν τη θέση τους στη χαλαρότητα των ηθών. Αυτή η διαδικασία ίσως να είχε διευκολυνθεί από την ανάπτυξη των τεχνικών ελέγχου των γεννήσεων και από την αλλαγή, σε πολλούς άλλους τομείς της ζωής, από την εξάρτηση από τους ηθικούς περιορισμούς στην εξάρτηση από τους τεχνολογικούς ελέγχους. Έτσι, γίνεται φανερό ότι το θεωρούμενο πρότυπο της σχέσης μεταξύ της θρησκείας και της ηθικής απέχει μακράν από το να είναι σταθερό, ακόμη και στην περίπτωση του Χριστιανισμού. Ούτε αυτό το μέτρο της διακύμανσης προκύπτει μόνο με αλλαγές που συμβαίνουν στο πέρασμα του χρόνου. Παραδείγματά της μπορεί κανείς να δει και μεταξύ δογμάτων της ίδιας εποχής. Η ηθική στάση ανάμεσα στους ευαγγελικούς του σήμερα εξακολουθεί να εκδηλώνει έντονο προβληματισμό για την προσωπική αμαρτία σε πολλούς τομείς της συμπεριφοράς, αλλά η ίδια η ιδέα της αμαρτίας έχει καταλήξει να θεωρείται σχεδόν ξεπερασμένη από πολλούς φιλελεύθερους κληρικούς, πολλοί από τους οποίους κατηγορούν τις ελλείψεις του κοινωνικού συστήματος ως υπεύθυνες για την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά των ατόμων. Μερικοί απ’ αυτούς τους φιλελεύθερους κληρικούς απορρίπτουν εντελώς τις απαιτήσεις ενός απόλυτου ηθικού κώδικα, προτιμώντας να δεσμευθούν να ακολουθήσουν την ηθική που βασίζεται στις συνθήκες μιας συγκεκριμένης κατάστασης κι όχι σε έναν πάγιο κανόνα, οι συνέπειες της οποίας πρέπει συχνά να έρθουν σε ριζική σύγκρουση με τα παραδοσιακά χριστιανικά ηθικά διδάγματα. Ένας άλλος, τελείως διαφορετικός, προσανατολισμός συναντάται στη Χριστιανική Επιστήμη, κατά την οποία η αμαρτία θεωρείται απλώς λάθος που προκύπτει από μια λανθασμένη αντίληψη της πραγματικότητας και η οποία, μαζί με την ασθένεια, μπορεί να εξαλειφθεί, έτσι πιστεύουν οι οπαδοί της Χριστιανικής Επιστήμης, με το να αλλάξει κανείς τον τρόπο σκέψης από υλικό σε πνευματικό. Δεδομένης αυτής της ποικιλομορφίας σχετικά με την έννοια της αμαρτίας μέσα στον σύγχρονο Χριστιανισμό και τις πολύ διαφορετικές ηθικές τάσεις που βρίσκονται εκεί, είναι σαφώς αταίριαστο να περιμένει κανείς να βρει να αντικατοπτρίζονται στις νέες θρησκείες ηθικές προσταγές που να θεωρούνται παρόμοιες με εκείνες των χριστιανικών Εκκλησιών. Οι νέες θρησκείες έχουν εμφανιστεί σε μια εποχή πολύ διαφορετική από αυτή στην οποία αναδύθηκαν και σχηματίστηκαν τα χριστιανικά δόγματα. Η ίδια η κοινωνία είναι ριζικά διαφορετική και το κοινωνικό, οικονομικό και, πάνω απ’ όλα, τεχνολογικό περιβάλλον υπόκειται σε βαθιά και επιταχυνόμενη αλλαγή. Αυτά που ξέρουν οι άνθρωποι, αυτά που θέλουν και τα όρια των προσωπικών τους ευθυνών είναι πράγματα εντελώς διαφορετικά σε είδος και σε κλίμακα από αυτά που ίσχυαν κατά τους προηγούμενους αιώνες. Οι νέες θρησκείες, αν πρέπει να προσελκύσουν την προσοχή των οπαδών που όντως προσελκύουν, πρέπει αναπόφευκτα να μη συμμορφωθούν με τα παραδοσιακά στερεότυπα. Αυτό δεν τις κάνει λιγότερο θρησκείες.