VIII. Η Συχνότητα Εμφάνισης της Διαφωνίας

Πέρα από την ανάπτυξη ξεχωριστών σχολών στα πλαίσια της κυρίαρχης παράδοσης σε πρωτόγονες κοινωνίες, αποτελεί επίσης ένα συνηθισμένο φαινόμενο η σκόπιμη και συνειδητή διαφωνία από αυτό που θεωρείται ορθόδοξο. Χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι διαιρούνται σε ορθόδοξες (κάθε σχολής) και αντιτιθέμενες ομάδες, οι οποίες ακολουθούν ένα αποκλίνον πρότυπο θρησκευτικής πρακτικής, προσυπογράφουν σε αποκλίνουσες πεποιθήσεις και δημιουργούν τους δικούς τους ξεχωριστούς θεσμούς. Η αντίθεση είναι περισσότερο εμφανής σε περιστάσεις κατά τις οποίες κυριαρχεί η θρησκευτική αποκλειστικότητα: δηλαδή, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το άτομο, αν ακολουθεί μια θρησκεία, απαιτείται να αποκηρύξει όλες τις άλλες: ένα πρότυπο δέσμευσης που απαιτείται αυστηρά στη χριστιανική παράδοση. Καθώς κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έπαψαν να υπαγορεύουν συγκεκριμένα θρησκευτικά σχήματα για τους υπηκόους τους και καθώς έχουν, τουλάχιστον επίσημα, μειώσει σε κάποιο βαθμό ακόμη και τις προκατειλημμένες προτιμήσεις τους για μια θρησκεία έναντι μιας άλλης, η κατάσταση σ’ αυτές τις χώρες προσεγγίζει περισσότερο τις συνθήκες που επικρατούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, έλαβε σάρκα και οστά μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως «θρησκευτικός πλουραλισμός». Παρ’ όλα αυτά, η επίσημη ισότητα των θρησκειών μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία –ισότητα, όπως λέγεται συχνά, ενώπιον του νόμου– δεν πρέπει να συγκαλύπτει το γεγονός ότι όχι σπάνια εξακολουθούν να υπάρχουν διακρίσεις με τη μια ή την άλλη μορφή. Στην Αγγλία διάφοροι νόμοι διατηρούν την υπεροχή της Εκκλησίας της Αγγλίας, της Εκκλησίας που ιδρύθηκε διά νόμου και κοσμική κεφαλή της οποίας είναι ο μονάρχης. Ένας αριθμός αγγλικανικών επισκόπων παρευρίσκεται δικαιωματικά στο νομοθετικό σώμα της Άνω Βουλής. Ο διορισμός των επισκόπων γίνεται από τον Πρωθυπουργό, πράγμα που αποτελεί ένδειξη, μαζί με άλλες, προνομιακής μεταχείρισης. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες διάφορες μεροληπτικές ρυθμίσεις ευνοούν μία ή περισσότερες παραδοσιακές Εκκλησίες, πέρα και πάνω από άλλες ομάδες διαφωνούντων ή νέους θρησκευτικούς φορείς. Υπάρχει, γενικά, ελευθερία της θρησκευτικής πρακτικής στην Ευρώπη, αλλά διάφοροι θρησκευτικοί φορείς βιώνουν ακόμη διαφορετική μεταχείριση από το κράτος και πρέπει να αντιμετωπίσουν μέσα μαζικής ενημέρωσης που πολλές φορές είναι εχθρικά, τα οποία δουλεύουν για να προωθήσουν στο κοινό υποψίες για ό,τι είναι ασυνήθιστο για μια θρησκεία. Τέτοια διαφοροποιημένη μεταχείριση και η σχετική μ’ αυτήν εχθρότητα προκύπτει, τουλάχιστον εν μέρει, από την επιμονή να ακολουθούν δεσμευτικά τους κανόνες οι περισσότεροι από εκείνους που παραδοσιακά, ως «ειδικοί», έχουν ασχοληθεί με τον ορισμό της θρησκείας και τον καθορισμό του χαρακτήρα της. Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει μια λόγια γλώσσα που πηγαίνει από γενιά σε γενιά και που έχει σχέση με τη θρησκεία. Αυτή η γλώσσα εμπεριέχει τους κανόνες που οδηγούν στην αφοσίωση σε κάποια θρησκεία. Οι πρώιμοι ορισμοί και οι πρώιμες περιγραφές των βασικών στοιχείων μιας θρησκείας πολλές φορές χρησιμοποιούν όρους δανεισμένους από τις θρησκευτικές παραδόσεις εκείνων που τις δημιούργησαν. Οι κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν ότι η χρήση των όρων που αφορούν ειδικά μια θρησκεία πρέπει να αλλοιώνουν την απεικόνιση των άλλων θρησκειών, και πολλές φορές μπορεί να περιλαμβάνουν λανθασμένες υποθέσεις σχετικά με τον χαρακτήρα και τη φύση τους. Έννοιες που εξελίχθηκαν μέσα σε μια πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση θα διαστρεβλώσουν τα λειτουργικά ισοδύναμα, αλλά ξεχωριστά στοιχεία μιας άλλης θρησκείας. Τέτοιες περιπτώσεις ακατάλληλης χρήσης περιλαμβάνουν αναφορές στη «βουδιστική Εκκλησία», στο «μουσουλμανικό ιερατείο» ή (όσον αφορά την Αγία Τριάδα) στους «χριστιανικούς θεούς». Οι ίδιοι οι όροι «Εκκλησία» και «ιερατείο» μεταφέρουν ισχυρούς πολιτιστικούς και δομικούς συνειρμούς, και οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται είναι, από πολλές απόψεις, ανόμοιες με τα λειτουργικά ισοδύναμα άλλων θρησκευτικών συστημάτων. Τα νοητικά, ιδεολογικά, ηθικά και οργανωτικά γνωρίσματα που τους χαρακτηρίζουν είναι ειδικά για τη χριστιανική παράδοση, και η χρήση αυτών των όρων πρέπει να οδηγεί σε σύγχυση, σε διαστρέβλωση και σε ψευδείς προσδοκίες των άλλων θρησκειών και, ως εκ τούτου, σε υποψία και ίσως σε εχθρότητα.

IX. Αφηρημένοι Ορισμοί
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ