XXXII. Με τι Πρέπει να Μοιάζει μια Θρησκεία;

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι επακόλουθες ηθικές αξίες συνήθως βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε οργανωτικές δομές, σε προκαθορισμένες διαδικασίες και την έκφρασή τους σε συγκεκριμένα σύμβολα. Στη δυτική κοινωνία, οι μορφές των χριστιανικών θεσμών έχουν εδραιωθεί τόσο καλά, που είναι συχνά εύκολο ακόμη και οι πιστοί που έχουν εκκοσμικευθεί να υποθέτουν ότι μια θρησκεία πρέπει να έχει παρόμοιες δομές με αυτές του Χριστιανισμού και παρόμοια σύμβολα με αυτά του Χριστιανισμού. Το πρότυπο του ξεχωριστού χώρου λατρείας και το σταθερό εκκλησίασμα, που εξυπηρετείται από ένα μόνιμο ιερατείο το οποίο έχει τη δύναμη να μεσολαβεί ή να συμβουλεύει, όλα αυτά είναι πράγματα για τα οποία αναμένεται να υπάρξουν αναλογίες και σε άλλες θρησκείες. Ακόμη όμως και με μια πρόχειρη εξέταση, πρέπει να καταστεί σαφές ότι η θρησκεία δεν είναι ανάγκη να μοιάζει με αυτό το πρότυπο. Οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου επιδεικνύουν μια ποικιλία διαφορετικών ρυθμίσεων, ξεκινώντας, από τη μια μεριά, από την πεποίθηση ότι οι εξευμενιστικές θυσίες για τις αμαρτίες απαιτούν τη μεσολάβηση ενός ιερέα και από την πεποίθηση ότι η παρακολούθηση των θείων μυστηρίων είναι απαραίτητη για τη σωτηρία, με άφθονη χρήση των βοηθημάτων της πίστης (όπως το θυμίαμα, ο χορός και οι εικόνες), καταλήγοντας, από την άλλη μεριά, στον βαθύ ασκητισμό και στη μοναδική εξάρτηση από την προφορική ή γραπτή μετάδοση των πεποιθήσεων και την προσευχή. Και τα δύο άκρα μπορεί να προκύψουν μέσα σε μία μεγάλη παράδοση, στον Ινδουισμό ή στον Χριστιανισμό, ενώ, στην ορθόδοξή του έκφραση, το Ισλάμ είναι πιο ομοιόμορφα ασκητικό: οι εκστατικές εκδηλώσεις του που εμφανίζονται στις παρυφές του.

Η θρησκευτική λατρεία διαφέρει σημαντικά ως προς τη μορφή και τη συχνότητα μεταξύ των διαφόρων θρησκειών. Έχει διαφορετικές επιδράσεις και παίρνει μια χαρακτηριστική μορφή στα αθεϊστικά συστήματα, όπως ο Βουδισμός. Αφού δεν υπάρχει υπέρτατη θεότητα, δεν υπάρχει λόγος για ικεσία, δεν υπάρχει τόπος για λατρεία, δεν υπάρχει ανάγκη για την εκδήλωση εξάρτησης, ταπεινοφροσύνης και υποταγής, δεν υπάρχει κανένας λόγος για εξύμνηση, για όλα αυτά που αποτελούν μέρος της χριστιανικής λατρείας. Ωστόσο, η ίδια η σύγχρονη χριστιανική λατρεία είναι το προϊόν μιας μακράς διαδικασίας εξέλιξης. Η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση έχει αλλάξει ριζικά με το πέρασμα των αιώνων. Οι απαιτήσεις της Παλαιάς Διαθήκης για θυσία ζώου σε έναν μνησίκακο Θεό έχουν απομακρυνθεί πολύ από την πρακτική της λατρείας τού, ας πούμε, κυρίως κορμού του Προτεσταντισμού του δέκατου ένατου αιώνα. Η αντικατάσταση της ψαλμωδίας και της μετρικής ανάγνωσης, με δημοφιλείς ύμνους έδωσε μια πολύ διαφορετική όψη στη χριστιανική λατρεία μέσα σε έναν-δυο αιώνες. Σήμερα, η έννοια του ανθρωπομορφικού Θεού έχει εξασθενίσει στον Χριστιανισμό και, από την άποψη της σύγχρονης θεολογίας, η σύγχρονη χριστιανική λατρεία, όπου οι ανθρωπομορφικές εικόνες αφθονούν, είναι σαφώς αναχρονιστική. Δύσκολα μπορεί να αποτελέσει έκπληξη ότι κάποια σύγχρονα δόγματα, απαλλαγμένα από τις παλιές παραδόσεις (στις οποίες η πατίνα της αρχαιότητας εύκολα συγχέεται με την αύρα της ιερότητας) θα πρέπει να μειώσουν, αν όχι να εγκαταλείψουν εντελώς, τα ίχνη του ανθρωπομορφισμού που υπήρξε κατά το παρελθόν. Ωστόσο, ακόμη και πέρα από αυτές τις τάσεις της εξέλιξης, υπάρχει άφθονη ποικιλομορφία μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων που καταδεικνύει ότι όποιο στερεότυπο κι αν φτιαχτεί, σχετικά με αυτό που σημαίνει η λατρεία, προδίδει την πολύπλευρη ποικιλομορφία των θρησκειών στον σημερινό κόσμο. Έτσι, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανέπτυξε την περίτεχνη χρήση ακουστικών, οπτικών και οσφρητικών αισθήσεων στην υπηρεσία της πίστης. Η καθολική λειτουργία –αν και δεν υιοθετεί τη χρήση χορού και ναρκωτικών, πράγματα που έχουν χρησιμοποιηθεί σε άλλες θρησκείες– έχει πολύπλοκες τελετουργίες και περίτεχνα άμφια και μυστήρια σε μια αφθονία τελετών, που επισημαίνονται στο ημερολόγιο και καθορίζουν την ιεραρχία της Εκκλησίας καθώς και τις τελετές που έχουν σχέση με τη γέννηση, την εφηβεία, τον γάμο, την τεκνοποίηση και τον θάνατο των ατόμων. Σε οξεία αντίθεση με τον Ρωμαιοκαθολικισμό βρίσκονται οι Κουάκεροι, οι οποίοι απορρίπτουν την έννοια του ιερατείου, την πραγματοποίηση τελετών (ακόμα και των μη-μυστηριακών εορταστικών προτύπων τελετουργίας που απαντώνται συχνά στο προτεσταντικό δόγμα), καθώς και τη χρήση εικόνων ή αμφίων. Η έμφαση στην επάρκεια των κοσμικών ενεργειών, η απόρριψη της ιερότητας είτε των κτηρίων, των τόπων, των εποχών είτε των τελετών, καθώς και των βοηθημάτων για τους πιστούς, όπως τα ροζάρια και τα φυλαχτά, είναι ένα χαρακτηριστικό, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, μεγάλου μέρους της προτεσταντικής θρησκείας. Οι Ευαγγελικοί απορρίπτουν την ιδέα ενός ιερατείου και οι Κουάκεροι, οι Αδελφοί, οι Χριστάδελφοι και οι οπαδοί της Χριστιανικής Επιστήμης λειτουργούν χωρίς έμμισθο ιερατείο. Ενώ τα περισσότερα προτεσταντικά δόγματα διατηρούν την τελετή της αρτοκλασίας, την κάνουν συχνά ως αναμνηστική πράξη υπακούοντας στις γραφές και όχι ως μια παράσταση με κάποια εσωτερική δύναμη. Έτσι, ενώ σε μερικές περιπτώσεις διαφορετικές ενέργειες έχουν παρόμοιους σκοπούς, σε άλλες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει με την αρτοκλασία, μια προφανώς παρόμοια πράξη αποκτά, σύμφωνα με μια διδαχή του δόγματος, μια ξεχωριστή σημασία. Όταν η θεότητα θεωρείται ότι είναι μια αφηρημένη αρχή, όπως στη Χριστιανική Επιστήμη, οι πράξεις λατρείας, παρότι έχουν έναν γνώριμο θρησκευτικό σκοπό, ο οποίος είναι να φέρουν τον πιστό σε αρμονία με μια θεϊκή διάνοια, παίρνουν μια τελείως διαφορετική όψη από τις παρακλητικές πρακτικές των δογμάτων που διατηρούν την άποψη ότι η θεότητα είναι ανθρωπομορφική.

Οι νέες θρησκείες –και όλες οι θρησκείες ήταν νέες κάποια στιγμή– είναι πιθανόν να αγνοήσουν ή να εγκαταλείψουν μερικές από τις παραδοσιακές πρακτικές και μερικούς από τους θεσμούς των παλιότερων και καθιερωμένων θρησκειών. Είναι πιο πιθανό να το κάνουν αυτό, αν προκύψουν σε περιόδους επιταχυνόμενης κοινωνικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, όταν τα πρότυπα της ζωής των συνηθισμένων ανθρώπων υφίστανται ριζική αλλαγή κι όταν όλες οι θεωρήσεις σχετικά με τους βασικούς θεσμούς –την οικογένεια, την κοινότητα, την εκπαίδευση– αλλάζουν.

Οι νέες θρησκείες –και όλες οι θρησκείες ήταν νέες κάποια στιγμή– είναι πιθανόν να αγνοήσουν ή να εγκαταλείψουν μερικές από τις παραδοσιακές πρακτικές και μερικούς από τους θεσμούς των παλιότερων και καθιερωμένων θρησκειών. Είναι πιο πιθανό να το κάνουν αυτό, αν προκύψουν σε περιόδους επιταχυνόμενης κοινωνικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, όταν τα πρότυπα της ζωής των συνηθισμένων ανθρώπων υφίστανται ριζική αλλαγή κι όταν όλες οι θεωρήσεις σχετικά με τους βασικούς θεσμούς –την οικογένεια, την κοινότητα, την εκπαίδευση– αλλάζουν. Σε μια πιο δυναμική κοινωνία, με ολοένα και περισσότερες απρόσωπες κοινωνικές σχέσεις και υπό την επήρεια των νέων μέσων επικοινωνίας και μιας ευρύτερης διάχυσης κάθε είδους πληροφορίας και γνώσης, η αυξημένη ποικιλομορφία της θρησκευτικής έκφρασης είναι εντελώς αναμενόμενη. Οι νέες θρησκείες στη δυτική κοινωνία είναι μάλλον απίθανο να βρουν φιλική προς αυτές τη δομή των Εκκλησιών που ξεκίνησαν δύο, τρεις, τέσσερις, δεκαπέντε ή περισσότερους αιώνες πριν. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, δεδομένου του εντατικού βαθμού της κοινωνικής, γεωγραφικής και ημερήσιας κινητικότητας του σύγχρονου πληθυσμού, δε θα ήταν σωστό να υποθέσει κανείς ότι οι νέες θρησκείες θα οργανωθούν, από τη σκοπιά του εκκλησιάσματος, ως σταθερές και στατικές κοινότητες. Άλλες τεχνικές της επικοινωνίας έχουν αντικαταστήσει τον άμβωνα και το τυπογραφικό πιεστήριο, και θα αποτελούσε έκπληξη σ’ αυτόν τον τομέα δραστηριότητας, καθώς και σε άλλους, αν οι νέες θρησκείες δε θα συμπεριλάμβαναν τις ενισχυμένες διευκολύνσεις της εποχής κατά την οποία αναδύθηκαν. Το γεγονός ότι κάνουν τα πράγματα διαφορετικά από το παραδοσιακό στερεότυπο των θρησκειών, ότι κοιτάζουν έξω από τη δυτική κοινωνία για τη νομιμοποίησή τους ή ότι χρησιμοποιούν νέες τεχνικές για την πνευματική διαφώτιση δεν τις καθιστά ακατάλληλες ως εκδηλώσεις της ανθρώπινης θρησκευτικότητας.

XXXIII. Συμπέρασμα
ΚΑΝΤΕ ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΒΙΒΛΟΥ